Κάπου στο 1850 ο Βρετανός χαρτογράφος και περιηγητής Τ. Spratt στη διάρκεια
περιήγησης του στην Κρήτη βρέθηκε στην περιοχή της Σητείας.
Ανάμεσα στα μέρη που επισκέφθηκε ήταν και το οροπέδιο των
Αρμενοχαντράδων με τα χωριά του. Αφού πέρασε από την Πραισό κατέληξε ένα μεσημέρι στο χωριό
Καταλεόνη, όπως το αναφέρει στη διήγηση του, εννοώντας προφανώς τον έρημο
σήμερα οικισμό του Κατελιώνα.
Η περιγραφή που κάνει από το πέρασμα του από τον άλλοτε
ακμαίο οικισμό είναι ενδεικτική ενός χαρακτηριστικού που διακρίνει τους κατοίκους
σε αυτό τον τόπο, της ζεστής τους δηλαδή φιλοξενίας.
Μάλιστα στην περίπτωση του Spratt η φιλοξενία προήλθε από
μια οθωμανική οικογένεια, και φαίνεται πως τον εντυπωσίασε τόσο πολύ που κάνει
αναφορά σε αυτήν με πολύ θερμά λόγια.
Σας τη μεταφέρουμε, επιβεβαιώνοντας πως ακόμα κι αν πέρασαν
αιώνες από τότε, η φιλοξενία παραμένει ίδια και απαράλλαχτη σε αυτά τα μέρη.
Γράφει λοιπόν ο Spratt: «Έφθασα στον Κατελιώνα από την Πραισό αφού εξερεύνησα τον
απόκρημνο βράχο του Σταυρού. Ο Κατελιώνας είναι ένα μικρό χωριό στην ψηλότερη
παρυφή ενός γυμνού οροπεδίου, με τα περισσότερα από τα μισά σπίτια του
ερειπωμένα και ιδιαίτερα ένα καλοχτισμένο βενετσιάνικο, εκεί κοντά. Όλη αυτή η
ερήμωση οφείλεται στα πρώτα χρόνια του κοινωνικού πολέμου που μαίνονταν από το
1820 ως το 1826. Οι λίγοι κάτοικοι που ζουν σήμερα εδώ είναι Τούρκοι που γλίτωσαν,
μόνο έξι ή οκτώ οικογένειες».
Ακολουθεί η περιγραφή της φιλοξενίας που έτυχε από μια
μουσουλμάνα και τον άντρα της : «Όταν έφθασα ήταν το δικό τους Σάββατο, δηλαδή
Παρασκευή (ημέρα αργίας για τους μουσουλμάνους).
Μια καλή γυναίκα καθόταν στην πόρτα του σπιτιού της και
καθάριζε στάρι για να το αλέσει. Όταν μας είδε να φθάνουμε, γύρω στο μεσημέρι,
σκέφτηκε ότι ήμασταν κουρασμένοι και χρειαζόμασταν ανάπαυση. Φώναξε, λοιπόν το
σύζυγο της, ο οποίος έπαιρνε έναν υπνάκο, μετά τις μεσημεριανές προσευχές του. Μας
προσκάλεσαν αμέσως και μας καλωσόρισαν, αν και ήμασταν χριστιανοί και οι τρείς,
και ο ημιονηγός και εγώ και ο διερμηνέας.
Χωρίς ίχνος επιφυλακτικότητας ή αμηχανίας, επειδή είχε
ακάλυπτο το πρόσωπο της το οποίο, βέβαια, δεν ήταν πολύ νεανικό, ετοίμασε με
χαρά και μας προσέφερε ένα γεύμα από καινούργιο μέλι σε κηρήθρα, φρέσκο τυρί με
θαυμάσια γεύση και ολόασπρο ψωμί, τέτοιο που δεν είχα ξαναδεί μέχρι τώρα σε
κρητικό αγροτικό σπίτι.
Ρώτησα και έμαθα ότι ήταν φτιαγμένο από ένα περίεργο είδος
σταριού που καλλιεργείται μόνο σ’ αυτήν την περιοχή. Έλεγαν μάλιστα ότι δεν
ευδοκιμεί στις παραθαλάσσιες πεδιάδες όσο σ’ αυτά τα οροπέδια και ότι εκεί
εκφυλλίζεται, σκουραίνει και χάνει τη γεύση του. Μπορεί άραγε αυτό να οφείλεται
στο κλίμα, στο υψόμετρο ή στη χημική σύσταση του εδάφους; Τόσο καταπληκτικό
βρήκα αυτό το στεράνιο αλεύρι που παράγγειλα ένα σακί για δική μου χρήση».
Και καταλήγει ο Βρετανός χαρτογράφος και περιηγητής: «Αφού
ξεκουράστηκα από τη ζέστη της μέρας και δέχτηκα τη φιλοξενία αυτής της οικογένειας
πρόσφερα κάποια χρήματα ως πληρωμή, αλλά τα αρνήθηκαν κατηγορηματικά. Κατάλαβα
αμέσως ότι αν τους πίεζα να τα δεχθούν θα πλήγωνα τα αισθήματα τους. Να λοιπόν,
ένα δείγμα κρητικής φιλοξενίας από μια μωαμεθανική οικογένεια που ο ταξιδιώτης
συναντά συχνά σ’ αυτό το νησί».
(Πηγή Τ. Α. Β. SPRATT, «Ταξίδια και Έρευνες στην Κρήτη του 1850» σε μετάφραση
Μαρίας Ψιλάκη και σχολιασμό Νίκου Ψιλάκη)
Ο Κατελιώνας σήμερα |