Οι παλιοί Κρητικοί είχαν κάποιες φορές "ιδιαίτερούς" τρόπους να τιμωρούν εκείνους που τους έκαναν κακό.
Δυο απ’ αυτούς, το «Εφταπάπαδο» και το «Πετρανάθεμα», καταγράφει στο βιβλίο του «Κρητική Λαογραφία-Ξενάγηση στο παρελθόν εφ όλης της ύλης»
ο Σφακιανός λαογράφος και συγγραφέας Κανάκης Ι. Γερωνυμάκης.
Το Εφταπάπαδο
Σύμφωνα με την περιγραφή του, όταν κάποιος έβλεπε μεγάλες
ζημιές στην περιουσία του αλλά δεν ήξερε ποιος ήταν ο δράστης απευθυνόταν σε
επτά παπάδες που του διάβαζαν ένα καταραχάρτι. Οι παπάδες μπορούσαν να είναι
και λιγότεροι αλλά όχι κάτω από τρείς.
Αυτή τη γραπτή κατάρα την αποκαλούσαν «εφταπάπαδο» ή «επιτίμιο»
ή «συνοδικό».
Στο σημείο που τη διάβαζαν δεν έπρεπε να φαίνεται εκκλησία,
ούτε και να ακούγεται καμπάνα. Προφανώς ήταν εκτός χριστιανικής διδασκαλίας και γι’ αυτό ήθελαν να γίνεται
μακριά από τον οίκο του Θεού.
Εκείνος που σήκωνε στις πλάτες του «εφταπάπαδο» έλεγαν πως
όταν πέθαινε δεν έλιωνε το σώμα του και τον αποκαλούσαν «απαράλυτο».
Στον τόπο όπου διάβαζαν την κατάρα, λένε πως, χαλούσαν γκρεμνά και δέντρα ξεραίνονταν, τόσο
ισχυρή ήταν.
Ο Κανάκης Γερωνυμάκης θυμάται τον παππού του να του λέει πως
ήξερε έναν «απαράλυτο» στο Χριστό του Βουβά Σφακίων, ο οποίος είχε σηκώσει «εφταπάπαδο».
Το Πετρανάθεμα
Όταν κάποιος έχανε πράγμα πολύτιμο από το σπίτι του μπορούσε
να πει στον παπά του χωριού την Κυριακή να το γνωστοποιήσει στην εκκλησία, μετά
τη λειτουργία, ώστε να το ακούσουν όλοι οι χωριανοί.
Μάλιστα η ανακοίνωση της απώλειας συνοδεύονταν και από την
απειλή πως όποιος δεν επιστρέψει αυτό που πήρε από το ξένο σπίτι ή δεν το
πληρώσει θα σηκώσει το «πετρανάθεμα».
Πράγματι μια εβδομάδα μετά, την επόμενη Κυριακή, αν δεν είχε
παρουσιαστεί ωστόσο ο δράστης, ο παθών πήγαινε ένα κοφίνι με μικρές πέτρες στην
αυλόπορτα της εκκλησίας. Όποιος περνούσε, για να μην προκαλέσει υποψίες, έπιανε
μια από τις πέτρες, την πετούσε κι έλεγε «Ανάθεμα τονε που σου καμε αυτή τη
ζημιά».
Ο πρώτος που θα πέθαινε στην περιοχή, λέγανε, πως ήταν ο ύποπτος για την κλοπή.Ο συγγραφέας θυμάται πως είχε γίνει ο ίδιος μάρτυρας μιας τέτοιας πρακτικής το 1952.