Σκαρφαλωμένη πάνω σε ένα αφιλόξενο και άγριο σκηνικό, κρέμεται
στην άκρη του φαραγγιού των Περβολακίων και ατενίζει με μεγαλοπρέπεια το Νότιο
Κρητικός Πέλαγος.
Η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καψά Σητείας, για την οποία ο λόγος, απέχει πέντε
χιλιόμετρα από το ακρωτήριο Γούδουρας κι είναι κτισμένη σε μια οχυρή θέση
έχοντας ως σημείο αναφοράς το δίκλιτο σπηλαιώδη ναό του Αγίου Ιωάννου του
Προδρόμου και της Αγίας Τριάδος.
Ο χρόνος ιδρύσης της παλαιάς Μονής, πάνω στην οποία έχει
κτισθεί από τον Όσιο Ιωσήφ τον Γεροντογιάννη η σημερινή, δεν είναι δυνατόν να
προσδιοριστεί αφού δεν υπάρχουν γραπτές πηγές που να μας πληροφορούν σχετικά,
εκτός από τον Κώδικα της Μονής, που έχει συνταχθεί το 1890 από τον εγγονό του
Οσίου Ιωσήφ, Αρχιμανδρίτη Ιωσήφ
Γεροντάκη.
Όπως αναφέρει ο
Κώδικας «... προ αμνημονεύτων χρόνων υπήρχεν επί του κρημνού τούτου, Μονύδριον
αρχαιότατον (Ενετικόν) ίσως ή Ρωμαϊκόν, ούτινος τείχει ήσαν κρημνός, και εις
τύχος μεσημβρινός, κτιστός ζωγραφισθέντα γύρωθεν και τέσσαρες εικόνες ξύλιναι,
η μία της Θεοτόκου, αι δε τρις ιστόριζον τον Τίμιον Πρόδρομον, εστηριγμέναι επί
του κρημνού προς ανατολάς...».
Άλλωστε η Μονή διατηρεί μια μορφή που δεν θυμίζει τα άλλα
μοναστήρια που ιδρύθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα. Επίσης την ύπαρξη παλαιότερου
Μονυδρίου επιβεβαιώνουν και τα χαράγματα χρονολογιών από το 1552 έως το 1809 και
επιγραφών στις τοιχογραφίες του βόρειου τοίχου και της κόγχης του Ιερού Βήματος
του Τιμίου Προδρόμου, που είναι και το μοναδικό τμήμα που σώζεται από την
παλαιά Μονή.
Ο Ιωάννης Βιτσέντζος ή Γεροντογιάννης γεννήθηκε στο
ημιερειπωμένο Μονύδριο του Τιμίου Προδρόμου Καψά το 1799. Εκεί είχαν κρυφτεί οι
γονείς του λόγω τουρκικής επιδρομής.
Αργότερα, όταν ησύχασε η κατάσταση, διέμειναν μόνιμα στο
χωριό Λιθίνες. Όταν ενηλικιώθηκε ο Ιωάννης παντρεύτηκε την Καλλιόπη από την οικογένεια
των Γεροντάκηδων ή Γεροντήδων, η οποία ζούσε κρυμμένη και εκείνη στα
νοτιοανατολικά παράλια, φοβούμενη μήπως έχει την ίδια τύχη που είχε η μοναδική
αδελφή της, η οποία αυτοκτόνησε για να μην ατιμασθεί από ένα Τούρκο.
Ο Γεροντογιάννης ήταν ατίθασος και πολλές φορές είχε γίνει
στόχαστρο των τουρκικών αρχών.Γι’ αυτό συχνά κατέφευγε με την οικογένειά του
στο φαράγγι των Περβολακίων, όπου ήταν αδύνατο να τον ανακαλύψει κανείς.
Σύμφωνα με την παράδοση κάποια Κυριακή ο Ιωάννης μάζεψε
ξύλα και τα φόρτωσε στο ζώο για να τα πουλήσει, όπως συνήθιζε, στους Αρμένους
και το Χανδρά για να αγοράσει κρασί. Πήρε μαζί του και τη σύζυγό του Καλλιόπη
και την άφησε στις Λιθίνες για να δει τους συγγενείς της ενώ τα παιδιά έμειναν
μόνα τους στο μετόχι.
Όταν επέστρεψαν βρήκαν τη μικρή τους κόρη Ειρήνη καμμένη έξω
στο αλώνι, που την είχαν βγάλει τα άλλα αδέλφιά της, νομίζοντας ότι ο αέρας θα
έσβηνε τη φωτιά που είχε πιάσει το φορεματάκι της. Ο θάνατος της κορούλας του θεωρήθηκε
από τον Ιωάννη θεία τιμωρία για τις αμαρτίες του και κυρίως για την καταπάτηση
της Κυριακάτικης αργίας.
Το γεγονός αυτό σφράγισε τη ζωή του και στάθηκε η αφορμή για να μεταμορφωθεί.Έφυγε από το μετόχι και εγκαταστάθηκε μόνιμα στις Λιθίνες. Ο σκληρόκαρδος, ευέξαπτος και εριστικός Ιωάννης μεταμορφώθηκε σε έναν μακρόθυμο, ελεήμονα, πράο και ανεξίακακο άνθρωπο.
Ο Γεροντογιάννης το 1841, σε ηλικία 42 ετών, έπεσε σε
βαθύ ύπνο. Μετά από 43 ώρες ξύπνησε χαρούμενος και γαλήνιος βλέποντας γύρω του
πλήθος από συγγενείς, γειτόνους και συγχωριανούς του, οι οποίοι είχαν μαζευτεί για να δουν από κοντά τι του συμβαίνει. Ανάμεσά τους και μια παράλυτη γριά πάνω στην οποία άπλωσε το χέρι του και ψιθυρίζοντας κάποια ευχή την θεράπευσε
μπροστά στα έκπληκτα μάτια των πολυάριθμων παρευρισκομένων.
Αμέσως μετά άρχισε να κηρύττει και να θαυματουργεί. Πολλοί
κάτοικοι της επαρχίας Σητείας περνούσαν καθημερινά από το σπίτι του για να τον
συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του, να δεχθούν τις συμβουλές του και να
θεραπευθούν από τις διάφορες ασθένειές τους. Τα γεγονότα αυτά, όπως ήταν
φυσικό, δημιούργησαν θόρυβο γύρω από το όνομά του.
Τη χρονιά αυτή επικρατούσε αναστάτωση λόγω της επανάστασης
και ο Γεροντογιάννης θεωρήθηκε ύποπτος από τις Τουρκικές αρχές και διαβλήθηκε
ως επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, διότι τάχα οι συναθροίσεις στο σπίτι
του είχαν σκοπούς επαναστατικούς με θρησκευτικό πρόσχημα.
Παρότι διώχθηκε το γεγονός ότι θεράπευσε την κόρη του
Τούρκου Διοικητή που έπεσε από τη σκάλα αλλά και την πεθερά του, που έπασχε από
ανίατη ασθένεια, του χάρισε τη ζωή.
Τότε ο Επίσκοπος
Ιεροσητείας Ιλαρίων συμβούλευσε τον Γεροντογιάννη να πάει σε μία ερημική
μακρινή περιοχή, έτσι ώστε να σταματήσουν οι αντιδράσεις και οι καταγγελίες των
Τούρκων. Ως καταλληλότερο χώρο δεν μπορούσε να σκεφθεί ο Όσιος άλλο τόπο εκτός
το ημιερειπωμένο Μονύδριο του Καψά, όπου γεννήθηκε.
Έτσι, η νεώτερη ιστορία της Μονής αρχίζει με την απόφαση του
να εγκατασταθεί το 1841 εκεί. Εκείνη τη χρονιά ο τελευταίος
ιδιοκτήτης της περιοχής στην οποία βρισκόταν και το ερειπωμένο Μονύδριο του
Τιμίου Προδρόμου, παραχώρησε το σπηλαιώδη ναό και τη γύρω έκταση στον Όσιο
Ιωσήφ τον Γεροντογιάννη, ιδρυτή και ανακαινιστή της Μονής.
Ο Όσιος ήταν εντελώς αγράμματος και δεν άφησε γραπτά στοιχεία για να γνωρίζουμε με σιγουριά τι βρήκε στον Καψά τότε. Βέβαιο είναι ότι υπήρχε ο ναός του Αγίου Ιωάννου, που όπως φαίνεται προσέλκυε πολλούς πιστούς από τα γύρω χωριά, καθώς και δύο οικήματα δίπλα στο ναό. Υπήρχε ακόμα ένα πηγάδι με υφάλμυρο νερό, εικόνα που μαρτυρεί την προΰπαρξη μοναστηριού, πάνω στα ερείπια του οποίου κτίσθηκε η νέα Μονή.
Το εγκαταλελειμμένο Μονύδριο
άρχισε πάλι να αποκτά ζωή και να συρρέουν προσκυνητές και ασθενείς που ήθελαν
να γνωρίσουν τον ιδιότυπο ερημίτη και επιζητούσαν την ευλογία του για τη
θεραπεία των ασθενειών τους. Ο Όσιος Γεροντογιάννης έμενε σ’ ένα απόκρημνο
σπήλαιο για δεκαεπτά χρόνια, βορειοδυτικά του σπηλαιώδους ναού, και τα παλιά
κελλιά παραχωρήθηκαν στους πολυάριθμους προσκυνητές.
Τα γεγονότα αυτά επέβαλαν την ανακαίνιση της Μονής, την
επισκευή των παλιών κτιρίων και την ανέγερση νέων. Το 1861 προστέθηκε και το
δεύτερο κλίτος της Αγίας Τριάδος στο Καθολικό της Μονής μέσα στο βράχο.
Το 1863 το μοναστήρι ήταν εντελώς έτοιμο και ο τότε
Επίσκοπος Ιεροσητείας τέλεσε τα εγκαίνια του Καθολικού της και προχείρισε τον
κατά κόσμο Ιωάννη σε Μεγαλόσχημο Μοναχό, μετονομάζοντάς τον Ιωσήφ.
Ο Όσιος Γεροντογιάννης εξακολουθούσε να παραμένει στη Μονή
Καψά μέχρι που ξέσπασε η επανάσταση του 1866 και τότε φοβούμενος μήπως οι
κατακτητές καταστρέψουν το μοναστήρι, αποφάσισε να εγκατασταθεί μαζί με τη
συνοδεία του σε ένα παλιό ξεχασμένο και εγκαταλελειμμένο μοναστήρι την Αγία
Σοφία, που βρίσκεται στο οροπέδιο των Αρμένων (δείτε εδώ).
Ο Όσιος Ιωσήφ επιτέλεσε πολλά θαύματα και λέγεται πως έριχνε
το ράσο του στη θάλασσα και το χρησιμοποιούσε ως σχεδία για να μεταβαίνει
τακτικά στο Κουφονήσι.
Στις 6 Αυγούστου του 1874, αφού κοινώνησε, κάλεσε τους
Πατέρες της μονής στο κελλί του, τους ζήτησε συγχώρηση, έκανε το σημείο του
Σταυρού, πλάγιασε δεξιά και αφού σταύρωσε τα χέρια του οσιακά παρέδωσε την ψυχή
του στον Κύριο.
Τάφηκε στις 9 Αυγούστου 1874 μέσα στην Εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου στη νοτιοδυτική γωνία, σε πέτρινο λαξευμένο τάφο.Τα ιερά λείψανα του αργότερα τοποθετήθηκαν μέσα σε αργυρή λάρνακα μαζί με την τίμια κάρα του σε περίβλεπτη θέση του ναού.
Αξιοσημείωτη είναι
και η εθνική δράση της Μονής κατά την Ιταλογερμανική κατοχή του 1940. Πολλοί
Έλληνες πατριώτες αλλά και αξιωματικοί και στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων έβρισκαν καταφύγιο στην έρημη αυτή περιοχή για να διαφύγουν στη συνέχεια στην
Αίγυπτο με υποβρύχια και πλοία. Ο τότε Ηγούμενος Ιλαρίων Συντυχάκης και οι
δόκιμοι μοναχοί τροφοδοτούσαν και περιέθαλπαν τους κυνηγημένους συμμάχους
στρατιώτες.
Αναπόσπαστο και επισκέψιμο τμήμα της Μονής αποτελεί το σήμερα
και το σπήλαιο που ασκήτευσε ο Όσιος Ιωσήφ ο Γεροντογιάννης επί 17 ολόκληρα
χρόνια.
Η Μονή πανηγυρίζει στις 29 Αυγούστου, μνήμη της αποτομής της
Τιμίας Κεφαλής του Προδρόμου.Ακόμη. Με ευλάβεια γιορτάζει και τη μνήμη
του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη στις 7 Αυγούστου αλλά και την ανακομιδή των ιερών
λειψάνων του την Τετάρτη της Διακαινισίμου Εβδομάδος. Τέλος, καθιερωμένη είναι
η ολονύκτια αγρυπνία το βράδυ της 6ης προς 7η Ιανουαρίου, εορτή της Συνάξεως
του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Ιεραπύτνης και Σητείας