Γεννήθηκε την Παρασκευή του Πάσχα το 1919 και κουβαλά στις πλάτες
του 102 χρόνια ζωής. Βλέποντας τον μετά βίας πιστεύεις πως έχει πατήσει τα 75 κι αν μπορούσε να περπατήσει πιο άνετα σίγουρα θα έμοιαζε με άνθρωπο που πρόσφατα συνταξιοδοτήθηκε.
Ο Γιάννης Τσαγκαράκης από τη Μεγάλη Βρύση, για τον οποίο ο
λόγος, είναι από εκείνες τις προσωπικότητες που νιώθεις μεγάλη χαρά όταν τον
γνωρίζεις γιατί όχι μόνο έχει ζήσει στην κυριολεξία μια ολόκληρη ζωή αλλά τη θυμάται
κιόλας με λεπτομέρειες κι έχει άπειρα πράγματα να διηγηθεί.
Τον συναντήσαμε στην αυλή του σπιτιού του στη Μεγάλη Βρύση
ένα μεσημέρι και καταλάβαμε πως τελικά γνωρίζει περισσότερα πράγματα σε σχέση
με την ηλικία του γιατί από πολύ νέος αγαπούσε το να κάνει παρέα με
ηλικιωμένους και να ρουφά όλη τη σοφία και τις γνώσεις τους.
Αγαπημένο του μέρος όταν ήταν πιτσιρικάς ήταν ο ερειπωμένος
σήμερα οικισμός Βλέρωμα (ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ). Εκεί, μας λέει, έβοσκαν μεγαλύτεροι σε ηλικία κάτοικοι
της περιοχής τα βούγια τους, κι έτσι κι εκείνος κατέβαινε τακτικά, από τον επίσης ερειπωμένο
και σχεδόν αφανισμένο οικισμό Γράντος, (ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ) για να τους ακούει να λένε ιστορίες και
να μαθαίνει.
Ο κ. Γιάννης έζησε σε δύσκολες εποχές αλλά στάθηκε αρκετά
τυχερός καθώς όπως λέει ο λαός ο Θεός του είχε χρόνια γραμμένα... Την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, ως νεαρός άνδρας και
οργανωμένος στην Αντίσταση, θέλησε να πάει στη Μέση Ανατολή. Επειδή όμως η μάνα
του ήταν μια ταλαιπωρημένη και βασανισμένη γυναίκα δεν ήθελε να της αποκαλύψει
τα σχέδια του κι έτσι είπε στον αδελφό του να της μιλήσει για το ταξίδι του αφότου
αναχωρήσει.
Εκείνος όμως τον παράκουσε και της τα ομολόγησε όλα πριν το ταξίδι στη Μέση Ανατολή με τη μάνα του, στη συνέχεια, να του δηλώνει πως πρέπει πρώτα να τη σκοτώσει και μετά να φύγει. Τι να κάνει, μπροστά στον οδυρμό της γυναίκας που τον έφερε στον κόσμο αναγκάστηκε να ακυρώσει τα σχέδια του κι έτσι γλίτωσε από μια περιπέτεια που ίσως του στοίχιζε τη ζωή.
Κι αυτή δεν
ήταν ούτε η πρώτη ούτε η μοναδική φορά που η τύχη ήταν με το μέρος του. Ανήκε
σε ομάδα που, μεταξύ άλλων, τροφοδοτούσε
τους Αντάρτες στη Βιάννο. Κάποια από τις
φορές που έπρεπε να μεταβούν εκεί, ο ίδιος δεν κατάφερε να πάει και να
συνοδεύσει το φίλο του Δημόκριτο Αρβανιτάκη κι ένα ακόμα άτομο. Δυστυχώς οι δυο άνδρες προδόθηκαν και δολοφονήθηκαν από τους Γερμανούς πηγαίνοντας προς τη Βιάννο ενώ ο Γιάννης Τσαγκαράκης, από ένα εντελώς τυχαίο γεγονός που τον εμπόδισε να πάει, γλίτωσε από βέβαιο θάνατο.
Την ίδια τύχη δεν είχαν πάντως τα αδέλφια του κ. Γιάννη. Ο Γιώργος, που ήταν
έφιππος τηλεφωνητής στη Μικρά Ασία, χάθηκε, σε πολύ νεαρή ηλικία, εκεί στα ξένα
και δεν βρέθηκε ποτέ, ούτε ζωντανός ούτε νεκρός. Ο άλλος αδελφός του, ο
Αριστείδης, που ήταν δάσκαλος, πήγε στρατιώτης στη Μακεδονία. Έπαθε όμως πλευρίτιδα
και πέθανε, αφού τα μέσα της εποχής ήταν πενιχρά για να επιβιώσει από την
ασθένεια.
Ο Γιάννης Τσαγκαράκης διετέλεσε πολλά χρόνια πρόεδρος της Μεγάλης Βρύσης, από το 1955 μέχρι και το 1974, και θυμάται κάθε δρόμο που ανοίχθηκε στο χωριό του, κάθε συγχωριανό του και κυρίως αυτούς που αγωνίστηκαν για την ελευθερία της Κρήτης και της Ελλάδας.
Διατηρούσε εξάλλου φιλικές σχέσεις με το μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Ευγένιο Ψαλιδάκη και ζωντάνεψε στη μνήμη του η στιγμή κατά την οποία σε μια επίσκεψη του στη Μεγάλη Βρύση έκοψε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος ένα τεράστιο μήλο από τη μηλιά της αυλής του και το έβαλε, λόγω μεγέθους, σε περίοπτη θέση στην Αρχιεπισκοπή, για να το κοιτάζει.
Όπως μας λέει
ο κ. Γιάννης, ο Ευγένιος Ψαλιδάκης, όταν έφθανε το τέλος της ζωής του το είχε καταλάβει
και του είχε κάνει εντύπωση πως την τελευταία φορά που είδε ο ένας τον άλλο ο
μακαριστός Αρχιεπίσκοπος τον φίλησε, για πρώτη φορά, σταυρωτά δείχνοντας του πως αυτή ήταν και η
τελευταία τους συνάντηση.
Μέσα σε όλα ο αιωνόβιος Μεγαλοβρυσανός, και πως άλλωστε να μην είναι μια και ο παππούς του ήταν χιλίαρχος του καπετάν Κόρακα, συμμετείχε στην ομάδα των συγχωριανών του που έκαναν μεγάλο αγώνα για να μην πάρουν από την ενορία τους την εκκλησία της Παναγίας της Αλμυρής. Υπήρχαν σχέδια μετατροπής της σε μοναστήρι και αφαίρεσης κάθε δικαιοδοσίας επ' αυτής από την ενορία της Μεγάλης Βρύσης
Τόλμησε να πει στον τότε Μητροπολίτη πως την εκκλησία αυτή
δεν την βρήκαν έτοιμη στη Μεγάλη Βρύση αλλά την πλήρωσαν με αίμα και με αίμα θα τους την πάρει. «Με
απειλείς;» θυμάται πως τον ρώτησε ο
Ιεράρχης, για να του απαντήσει εκείνος « Δεν σε απειλώ αλλά δεν προειδοποιώ».