Σε κεντρικό σημείο της όμορφης Μαρωνιάς Σητείας, δίπλα στον
παλιό οικισμό και την εκκλησία της Παναγίας, έχει στηθεί από το 2010 η προτομή
του καπετάν Σήφη Δερμιτζάκη, ενός ανδρείου μαχητή που πέρασε το μεγαλύτερο
μέρος της ζωής του πολεμώντας τους Οθωμανούς.
Τίμησε όχι μόνο τον τόπο καταγωγής του, που δεν ξέχασε ποτέ
την προσφορά του, αλλά και την Κρήτη και την Ελλάδα ολόκληρη αφού ο αγώνας του
δεν είχε μόνο τοπικό χαρακτήρα.
Ποιος ήταν όμως ο καπετάν Σήφης Δερμιτζάκης;
Γεννήθηκε στη Μαρωνιά το 1801. Όταν έγινε ο μεγάλο ξεσηκωμός, το 1821, ήταν μόλις 20 ετών. Κατάφερε ωστόσο να σωθεί από τη σφαγή που έκανε ο Αφεντάκης στους Τουρτούλους και να σχηματίσει ένα επαναστατικό σώμα, του οποίου και ηγήθηκε.
Με αυτό μετέβη στις επαναστατημένες περιοχές της Κρήτης και
πήρε μέρος στις επιχειρήσεις που λάμβαναν χώρα έναντι των Οθωμανών.
Έτσι, μεταξύ άλλων, με τους άνδρες του, συνεργαζόμενος και με άλλους Στειακούς
οπλαρχηγούς, συμμετείχε στην πολιορκία της Ιεράπετρας τον Ιούλιο του 1822, της
Σπιναλόγκας, στην εξόντωση του Πιλαβιμεμέτη στο Κουφονήσι και σε πολλές άλλες επιχειρήσεις.
Όταν η επανάσταση στο νησί μας ατόνησε έφυγε με τους άνδρες
του στην Πελοπόννησο όπου πολεμώντας γενναία τον εχθρό, μαζί με τον Καραϊσκάκη,
τον Παπαφλέσσα και το Νικηταρά, έλαβε το βαθμό του Καπετάνιου.
Γύρισε πίσω στην Κρήτη, όταν αναζωπυρώθηκε η επανάσταση με
την κατάληψη της Γραμβούσας το 1826. Πήρε μέρος σχεδόν σε όλες τις μάχες που
έγιναν στην Ανατολική Κρήτη ενώ δε σταμάτησε να αγωνίζεται για το καλό του
τόπου του ούτε όταν η επανάσταση στην Κρήτη κατεστάλη.
Έλαβε μέρος στη Γενική Συνέλευση που έγινε στις Μαργαρίτες
Μυλοποτάμου ενώ στη συνέχεια έφυγε δεύτερη φορά για την Πελοπόννησο όπου
εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και κατατάχθηκε στη Βασιλική Φάλαγγα λαμβάνοντας το
αριστείο του αγώνα.
Από το Ναύπλιο, αφού πούλησε την ακίνητη περιουσία που του
διέθεσε το Δημόσιο, μετέβη στην Αμοργό, όπου υπηρετούσε ο γιός του. Εκεί
παρέμεινε με την οικογένεια του ως το 1866.
Όταν ξέσπασε η μεγάλη τριετής επανάσταση (1866-1869) αν και
μεγάλος πια σε ηλικία δεν μπόρεσε να μείνει αμέτοχος
στο νέο αγώνα. Κατέβηκε στην Κρήτη για να πολεμήσει και πάλι. Ανακηρύχθηκε τότε, μαζί με τον Εμμανουήλ Ξομπλάρο, αρχηγός της Επανάστασης στην επαρχία Σητείας. Η
δράση του ωστόσο ξεπερνούσε τα όρια της επαρχίας του αφού για ένα διάστημα
ανέλαβε την επιτήρηση των Μαλλίων, του Βραχασίου και της Φουρνής.
Επέστρεψε στην οικογένεια του στην Αμοργό όταν έληξε και
αυτή η επαναστατική προσπάθεια κι αφού είχε ωστόσο επικηρυχθεί με 500
οθωμανικές λίρες.
Είναι ενδεικτικό ένα περιστατικό που μαρτυρά το πόσο πολύ αποστρέφονταν τους Οθωμανούς και τιμούσε την πατρίδα του. Το Φεβρουάριο ττου 1868 ο Καϊμακάμης Σητείας έστειλε μια άκρως δελεαστική επιστολή στον
Καπετάν Σήφη με την οποία του υποσχόταν τιμές και αξιώματα αν κατέθετε τα όπλα
και έδειχνε υποταγή.
Ο καπετάν Σήφης όμως αντί για απάντηση έκανε επίθεση σε
βάρος των Οθωμανών της Τουρλωτής, τους οποίους νίκησε αποσπώντας πολλά
λάφυρα.
Όταν ο Σουλτάνος έδωσε γενική αμνηστία γύρισε οριστικά πίσω στην
Κρήτη όπου ζούσε με τις αναμνήσεις των πολεμικών επιχειρήσεων τραγουδώντας
συχνά το εξής δίστιχο:
"Πάλι σεφέρι θα γενεί, πάλι να πάω θέλω
ή σκάβους παίρνω κι έρχομαι ή σκλάβος απομένω.
Πέθανε σε ηλικία 75 ετών, το 1876, και ετάφη στο νεκροταφείο της
Μαρωνιάς.