Τον λένε Μανώλη Λιαπάκη, αλλά κανείς δεν τον αποκαλεί με το
όνομα του. «Είμαι ο Μουγκρής», μας λέει με καμάρι στην πρώτη μας συνάντηση στο
Γαϊδουρονήσι και εξηγεί πως το παρατσούκλι του προέρχεται από ένα είδος χελιού
που καταφέρνει να ξεγλιστράει, όπως έκανε κι εκείνος από μικρός όταν έβλεπε τα
δύσκολα.
Ο Μουγκρής, είναι ένας σύγχρονος Ροβινσώνας Κρούσος και μάλιστα αναγνωρίζει πως επηρεάστηκε στον τρόπο ζωής που επέλεξε από τον πρωταγωνιστή του σχετικού μυθιστορήματος του Ντάνιελ Ντεφόε.
Η περίπτωση του έχει κάνει το γύρο της Ελλάδας και μεγάλα Μέσα Ενημέρωσης έχουν πάει στη Χρυσή μόνο και μόνο μια συνέντευξη μαζί του. Η εμφάνιση του, με το φτερωτό καπέλο, τα χαμαϊλιά στο λαιμό και τα χέρια, τα απεριποίητα μούσια και μαλλιά, σε αντίθεση με τα τρέντυ γυαλιά ηλίου και την πληθωρική προσωπικότητα που διαθέτει δεν αφήνουν κανένα περιθώριο να μην τον προσέξει ο επισκέπτης στο νησάκι-παράδεισο.
Ζει εδώ και 22 χρόνια στο, ακατοίκητο στα χαρτιά, Γαϊδουρονήσι,
(Χρυσή κατ' άλλους) χειμώνα καλοκαίρι, και πηγαίνει στην Ιεράπετρα γύρω στις 20
Οκτωβρίου κάθε έτους για να κάνει τις προμήθειες του για το επόμενο τρίμηνο ή
τετράμηνο.
Την υπόλοιπη περίοδο αν χρειαστεί κάτι τον βοηθούν να το
πάρει οι ψαράδες που πηγαίνουν στο νησάκι τακτικά για το ψάρεμα τους. Κατά τα
λοιπά, ο ίδιος ζυμώνει το ψωμί του, ψαρεύει τα ψάρια του, κυνηγά λαγούς,
πέρδικες και φασιανούς κι έτσι βγαίνει το πιάτο της ημέρας.
Ζει σε ένα καλυβάκι που έχει διαμορφώσει σε μια γωνιά του
νησιού, όπου έχει εγκαταστήσει ένα μικρό φωτοβολταϊκό για το ρεύμα που κάνει
τη ζωή του κάπως πιο εύκολη και τη μοναξιά του πιο υποφερτή.
Τους καλοκαιρινούς μήνες πουλάει στους επισκέπτες του νησιού
ξυλόγλυπτα διακοσμητικά κι έτσι μαζεύει λίγα χρήματα για την επιβίωση του.
Πριν πάρει τη μεγάλη απόφαση να
απομονωθεί στη Χρυσή ήταν χειριστής γεωτρύπανου κι από ότι παραδέχεται κάπως
άστατος στη ζωή του.
«Έχω πέντε παιδιά από μια γυναίκα
αλλά σε άλλες χώρες δεν ξέρω πόσα» μας απαντά όταν τον ρωτήσαμε αν έχει
οικογένεια. Δεν πολυπιστέψαμε εξάλλου τη δικαιολογία που μας έδωσε για το λόγο
που τον οδήγησε στο να κατοικήσει σε ένα έρημο νησί. «Τα παιδιά ήταν αγκιστρωμένα
επάνω μου και έτσι αποφάσισα να φύγω» μας εξήγησε.
Σήμερα είναι 70 ετών και για το
μόνο πράγμα που κανείς δεν μπορεί να του αμφισβητήσει είναι η αγάπη του για τον
τόπο που επέλεξε να ζήσει. Μας μίλησε
αρκετή ώρα, με πάθος, για το Γαϊδουρονήσι
και την εγκατάλειψη που βιώνει, σκόπιμη
κατά την άποψη του, ώστε να απαξιωθεί, και να υλοποιηθούν σχέδια κυβερνητικά
που ακόμα δεν έχει ξεκάθαρα καταλάβει ποια είναι.
Θυμάται παλιά το νησάκι που είχε
περισσότερη ζωή καθώς κάποιοι καλλιεργούσαν άνυδρα καρπούζια, πατάτες κι άλλα
λαχανικά ενώ βοσκοί από το Λασίθι και τα Ανώγεια έφερναν εκεί τα πρόβατα τους το
χειμώνα.
Τώρα τον στεναχωρεί να το βλέπει
να δέχεται χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο, χωρίς να έχει ένα ναυαγοσώστη, χωρίς
να έχει ένα άτομο έστω από τον Ερυθρό Σταυρό για παροχή πρώτων βοηθειών, εάν παραστεί
ανάγκη, χωρίς δασική φύλαξη, χωρίς σωστή καθαριότητα στις χημικές τουαλέτες,
χωρίς επισκευές στους ξύλινους διαδρόμους που οδηγούν στην παραλία και τόσα
άλλα.
Ο Μουγκρής ωστόσο επιμένει να παραμένει εκεί και δεν μπορεί να διανοηθεί τη ζωή του σε μια πόλη. Μάλιστα κάποια στιγμή είχε απειλήσει ακόμα και με αυτοκτονία σε περίπτωση που του ζητούσαν να φύγει από το Γαιδουρονήσι, όπου παραδέχεται πως ζει παράνομα, αλλά σεβόμενος όλους τους νόμους της φύσης και πιστεύοντας ακράδαντα πως η παρουσία του εκεί βοηθά και δεν κάνει κακό.