Στα Μουρτζανά Μυλοποτάμου,τον οικισμό που τις ρίζες του χάνουμε
πίσω στους βυζαντινούς χρόνους, συναντάμε ένα όμορφο και καταπράσινο φαράγγι.
Δεν είναι από εκείνα που συνήθως οι πεζοπορικές ομάδες
εντάσσουν στα προγράμματα τους παρότι δίνει τη δυνατότητα μιας ενδιαφέρουσας
διαδρομής.
Η πεζοπορία μπορεί να
ξεκινήσει μέσα από το χωριό και περνώντας κάτω από τη γέφυρα του να οδηγήσει
στο μονοπάτι που άλλοτε "πέφτει" μέσα στο φαράγγι κι άλλοτε κινείται παράλληλα του.
Στο πρώτο τμήμα της διαδρομής κυριαρχούν τα παλιά περβόλια του άλλοτε
ζωντανού και παραγωγικού χωριού των Μουρτζανών. Η παρουσία άφθονου νερού
επέτρεπε την καλλιέργεια καρποφόρων δέντρων, όπως η πορτοκαλιά, η μανταρινιά, η
ροδιά, η λεμονιά κι ένα σωρό άλλα.
Τα περβόλια σήμερα έχουν, δυστυχώς, εγκαταλειφθεί και τα
δέντρα ίσα που επιβιώνουν προσφέροντας τους καρπούς τους στους διερχόμενους.
Ανοικτά κουτούτα διακρίνονται σε αρκετά σημεία, μάρτυρες της καλλιεργητικής
φροντίδας του παρελθόντος.
Οι δε ξερολιθιές, που βλέπουμε δεξιά και αριστερά σε όλη τη
διαδρομή, μοιάζουν με έργα τέχνης. Οι άνθρωποι του παρελθόντος δεν τις χρησιμοποιούσαν
μόνο ως φυσικό σύνορο για να διαχωρίζουν τις καλλιέργειες τους αλλά και ως
τρόπο συγκράτησης του λιγοστού χώματος σε τόπους ορεινούς και δύσβατους. Τους αρκούσαν
λίγα τετραγωνικά για να φυτέψουν 2-3 δέντρα, για να σπείρουν τα χρειαζούμενα
για το σπίτι τους, για να φτιάξουν ένα μικρό κήπο. Και ήταν τόσο καλοφτιαγμένες
αυτές οι ξερολιθιές που στέκουν ακόμα ανέπαφες, ούτε μια πέτρα τους δεν έχει
χαθεί.
Στο φαράγγι συναντάμε αρκετούς νερόμυλους, ερειπωμένους, κι αυτούς. Το νερό ως πηγή ενέργειας σταμάτησε να χρησιμοποιείται στην Κρήτη όταν
η τεχνολογία έκανε ευκολότερη τη ζωή των ανθρώπων παρασύροντας τους στις πόλεις και μακριά από
παραδοσιακές καλλιέργειες όπως αυτή την σιτηρών. Έτσι οι νερόμυλοι έπαψαν να λειτουργούν και σταδιακά άρχισαν να καταρρέουν.
Το μονοπάτι μέσα από τα περβόλια οδηγεί σε χωματόδρομο που
ουσιαστικά δημιουργήθηκε μπαζώνοντας και κόβοντας τα τοιχώματα σε ένα μεγάλο
τμήμα του φαραγγιού προκειμένου να περάσουν από κάτω αγωγοί αποχέτευσης. Ο «βιασμός»
της φύσης είναι φανερός σε αρκετά τμήματα από δω και πέρα.
Από το σημείο αυτό η διαδρομή γίνεται εκτός
φαραγγιού έχοντας το στα δεξιά μας. Αυτό βέβαια δεν μας στερεί τη χαρά της απόλαυσης
της φυσικής ομορφιάς του. Ψηλά δέντρα ορθώνονται παντού με το ποτάμι να κυλά
ανάμεσα τους. Ο ήχος του κελαριστός σε προκαλεί, να το ανακαλύψεις. Το
χειμώνα αυτό δεν είναι δύσκολο αλλά τις υπόλοιπες εποχές ο όγκος του νερού
είναι περιορισμένος.
Το φαράγγι των Μουρτζανών είναι γεμάτο αστύρακες, πλατάνια,
κυπαρίσσια, χαρουπιές, αζίλακες, βελανιδιές και ελιές. Έτσι το φθινόπωρο η
ποικιλία αυτή δημιουργεί μια φυσική χρωματική παλέτα, εξαιρετικής ομορφιάς.
Όταν μάλιστα ξεπροβάλλει πάνω από το φαράγγι, κι ανάμεσα στα
δέντρα, ο ερειπωμένος οικισμός Μούσαι τότε ο πίνακας ζωγραφικής συμπληρώνεται
και μαγεύει.
Οι πεζοπόροι μπορούν μάλιστα λίγο πιο πάνω να στρίψουν δεξιά σε παραδρομάκι και να περπατήσουν σε αδιαμόρφωτο μονοπάτι, παράλληλα με το φαράγγι, αλλά αυτή τη φορά από την επάνω πλευρά του, για να βρεθούν μέσα στο ερειπωμένο χωριό.
Η αρχιτεκτονική του είναι εξαιρετική. Ψηλά σπίτια με καμάρες κατασκευασμένα έτσι ώστε από τη μια πλευρά να έχουν
τη φυσική οχύρωση του βαθύ φαραγγιού κι από την άλλη να βλέπουν τη δασωμένη πλαγιά
που ανοίγεται επάνω από τον οικισμό.
Μετά τις Μούσες (η πραγματική ονομασία του είναι αι Μούσαι) υπάρχει αγροτικός δρόμος επιστροφής στα Μουρτζανά.
Ωστόσο μια επιλογή για όσους αρκεστούν να δουν το χωριό από μακριά είναι η συνέχιση της διαδρομής από τον αρχικό χωματόδρομο
ώστε κατάληξη να είναι ο οικισμός του Αϊ Γιάννη με την επίσης ωραία βενετσιάνικη αρχιτεκτονική των κτισμάτων του, τους πλακόστρωτους δρόμους και τα πολλά αλώνια.