Για το ζήτημα της Αικατερίνης Λαριοπούλας από τον Μέρωνα Αμαρίου, έχουν γραφεί κατά καιρούς πολλά
κείμενα και υπάρχουν αρκετές αναφορές.
Στο κείμενο που ακολουθεί παρουσιάζεται μία διαφορετική προσέγγιση, με βάση τα όσα καταγράφει ο Παύλος
Βλαστός το 1901 στο αρχείο του, σύμφωνα με αφήγηση του ανιψιού της Αικατερίνης
Λαριοπούλας, Ηλία Ιλ.Μοσχάκη.
Το σχετικό αρχείο
έχει αποσταλεί από το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης στον Παντ. Βαμιεδάκη, από το Μέρωνα, ύστερα από αίτηση του, ο οποίος στην συνέχεια το παραχώρησε στον Πολιτιστικό
Σύλλογο Μέρωνα.
Έγινε μεταγραφή του αρχείου από τον Χαράλαμπο Αγγελάκη και έχει διατηρηθεί αυτούσια η ορθογραφία και η σύνταξη
του πρωτότυπου κειμένου.
Την Αικατερίνη
Λαριοπούλα, το 1823, απήγαγαν οι Οθωμανοί και αφού μετέφεραν στο Μεγάλο Κάστρο
την πούλησαν ως σκλάβα. Μπήκε στο χαρέμι του αγοραστή της και αναγκάστηκε να
κάνει μαζί του δυο παιδιά, χωρίς να ξεχάσει τον τόπο της και τη θρησκεία της…διαβάστε
παρακάτω τη συνέχεια
Αικατερίνη
Χριστοδούλου Ἰλαριοπούλα
1823-1868
Ἡ επανάστασις τοῦ 1821 ἐξηκολούθη ἐν Κρήτη, ὁ Ἀρμοστής Ἐμ. Τομπάζης εἶχε κατέλθη εἰς τήν νήσον κατά τήν 19 Μαϊου 1823 ὁ δέ αἰμοβόρος Χουσεΐνβέης (διάδοχος τού Χασάν Πασσᾶ) Ἀλβανός, ἐξ Αἱγύπτου ἀποσταλείς ὑπό τοῦ Μεχμέτ ἀλῆ πασᾶ Ἀντιβασιλέως μέ στόλον ἐκ 50 πλοίων καί 12.000 στρατοῦ πεζῶν καί ιππέων προσωρμίζεται εἱς Ἠράκλειον τἠν 15 Ἰουνίου του 1823. ἐξελθόν, πανστρατιά μετά τῶν ἀτάκτων Τουρκοκρητῶν στρατοπεδεύει περί τήν Ἁγίαν Βαρβάραν ἐπαρχ. Μονοφάτσι, ὁ δέ Ἀρμοστής Τομπάζης μετά 3000 Κρητῶν εἱς Ἀμουργέλας[1] ἀντεπαρατάχθη εἱς τόν εἱσβάλοντα τήν Μεσσαράν ἐξ Ἠρακλείου Χουσεΐνβέη πλεόν συναφθείσης μεγάλης μάχης ὑπεχώρησαν οἱ Κρῆτες εἱς τά ἀπειροπληθεί τουρκικά στρατεύματα, ὂτε ὁ Ἀλβανός τ’αντίθετα τοῦ προκατόχου του βαδίσας πανταχοῦ τῷ πυρῲ καί τῷ σιδήρω τά πάντα ὑποταξάμενος, ἒστησε τό στρατόπεδον αὑτού πέραν τοῦ Ἀλμυροῦ εἱς Ἀποκόρωνα. Ἐντεῦθεν ἢρχησεν ἡ καταστροφή τῆς Κρήτης.
[Τἀ δεινά τῶν Κρητῶν ὑπό τῶν Τουρκομάνων. υπό
Νικάνδρου......σελ.91-100] Κριτοβουλίδου Ἀπομνημονεύματα Κρήτης σελ. 257-261] Ὁ
δ’Ἀρμοστής ἀνεχώρησεν εἱς Μυλοπόταμον ὑπ’ὁλίγον συνοδευθείς. Οἰ δέ Τοῦρκοι εἱσήλθαν
ἐν τήν Ἐπαρχίαν τῆς Μεσσαρᾶς φθάσαντες μέχρι Τυμπάκιον κατέστρεψαν χωριά ὁλόκληρα
καί ἡχμαλώτευσαν ἀπειροπληθεἱ
γυναικόπαιδα.
Περί τἀς ἀρχάς Ὁκτωβρίου ἐκστρατεύσας ἀπό τήν Ἀγ.Βαρβάραν
ὁ Χουσεΐν εἱσέβαλεν ἐκ τῆς Ἀμπαδιᾶς εἱς τό Πάνακρον (Ἀμάρι). Τήν δέ 8 Ὀκτωβρίου
1823 κατέστρεψε καί ἐπυρπόλησε πολλά χωρία, τό Βυζάρι (70 οἱκίας ἐπυρπόλησε, ἀνθρώπους
κατέσφαξε καί γυναῖκας καί παρθένες ἠχμαλώτησε). 7 θυγατέρας τοῦ Ἰερέως
Γεωργίου Σαουνάτσου (Παππού μου ἐκ μητρός) ἡχμαλώτευσε καί μόλις ὁ ἰερεύς
μεταβάς εἱς Ἠράκλειον μετά τίνα καιρόν δι’ἀδρᾶς τιμῆς χρυσοῦ εξηγόρασε τόν υἱον
του διότι τάς 7 θυγατέρας του εἶχον ἀποστείλη εἱς Αἲγυπτον μηδόλως πλέον εὑρεθεῖσας.
ἡ μητήρ μου Πελαγία τυχαίως εὐρεθεῖσα εἱς τό ἀπέναντι χωρίον Ἀποσέτιον εἱς τόν
θεῖον της καί ὀπλαρχηγόν Γεώργιον Βαροῦχαν, ( ἐλευθέρα ἒτι οὖσα) προέλαβιν καί ἀνελθόντες
τό Κέντρος ἐσώθησαν ὡς ἐκ θαύματος μετ’ἂλλων πολλῶν οἱκογενειῶν τῆς ἐπαρχίας,
μεταβάντες εἱς χωρ. Βατον ἒνθα ὐπό τήν σκιάν ἑνός μεγάλου πλατάνου διέμειναν 22
ἡμερονύκτια καί εἱς Φοινικιά πολλάς ἡμέρας.
Ἀλλά περί Αἱκατερίνης Ἰλαριοπούλας ὁ λόγος, ὂθεν
ἂς ἀφήσωμεν τόν αὐτάδελφον αὐτῆς Μοσκάκην (Μόσχον) Ἰλαρίων τό ἐπίθετον νά μᾶς
έξιστορήση τόν περιπετειώδη αὐτής βίον.
«Τήν ἡμέρα τῆς Ἀγίας Πελαγιᾶς, ἀλησμόνιστη
μέρα, 1823 ἦλθεν εἲδησι ‘στό χωριό μας, τό Μέρωνα τοῦ Ἀμαριοῦ πῶς ὁ Χουσεΐν
μπέης Ἀρβανίτης με 12.000 Τουρκιά ἒρχεται νά πατήση τήν ἐπαρχία μας, ὁ Ἀναγνώστης
(Νικόλαος) Καλοειδᾶς ἐγέμισε μπαροῦτι τό Ἰνίκι του (μικρόν τηλεβόλον) διά νά
άκούσουν τήν κανονιά οἱ ἐπαρχιώται νά ξεμυιγιστοῦν, ὂπως ἢτο πάντα
συνενοημένοι, ἂμα ἀκούσουν τήν κανονιά ἀπό τό Μέρωνα τό κάτεχαν πὢς Τοῦρκοι ἒρχονται,
καί ἒπιαναν τά γυναικόπαιδα τά βουνά τοῦ Ψηλορείτη καί τό Κέντρος, οἱ δέ ἂντρες
τῶν ἀρμάτω τρέχανε εἱς τούς ὁχθρούς. Ἒπαιξε τήν κανονιά, κ’ἒπειτα τό ἒκρυψε
‘στο μέρος του κ’ἒφυγε τρεχάτος ἁρματωμένος. Ὂσοι ἒφυγαν γρήγορα ὁθέ τό Σμυλέ
κ’ἐπροχώρησαν τό Χωρδάκι ἐσώθησαν,ὂσοι ἀργησαν μετά γυναικόπαιδα των τά βούγια
καί ὡζά των ὡς ἒφταξαν ‘στόν Ἂγιο Τίτο ἀποπάνω ‘στό Νεύς Ἀμάρι τούς ἒφταξαν οἱ
Τοῦρκοι καί τούς ἂντρες ἐσκότωσαν καί ὲσφαξαν τά δέ γυναικόπαιδα ἐπἢραν
σκλάβους καί τά ὡζά ἒκαμαν πρέζα. 70 ψυχαίς ἐχάθηκαν τότε μόνον ἀπό τό χωριό
μας τό Μέρωνα, καί μεγάλο ξολοθρεμό ἒπαθε ἡ ἐπαρχία μας γιατί ἐχύθηκαν οἱ
Τούρκοι σάν γεράκια καί σάν ἀστραπή ξαφνικά εἱς ὂλα τά χωριά. Ἒκαψαν, ἒγδυσαν, ἐρήμωσαν
ὂλα τά χωριά. Τἀ κακά καί οἱ σκοτωμοί καί σφαγαί δέν μπαίνουν στό κοντίλι!
Ἒκεί ‘στόν Ἀϊ- Τίτο ἒπαισαν καί τήν ἀδερφή μου
τήν Κατερίνη νέα κόρη καί ὢμορφη σάν τόν ἢλιο ἒφεγγε καί καλοαναθρεμένη ἀπό
τούς καλούς γονιούς της. τήν πήραν μέ τή συνοδία τής σκλάβα των καί τήν ὲφεραν
‘στό Μεγάλο Κάστρο (Ἠράκλειον) μέ 5-6 χιλιάδες ἂλλα γυναικόπαιδα ποῦ εἶχαν
πιάσει κ ἐκ ταῖς ἂλλαις ἐπαρχίαις ποῦ ἐπέρασαν τά θεργιά αῡτά!
Ἡ Κατερίνη Χριστοδούλου Ἰλαριοπούλα ἐπουλήθη
τότε εἱς τό Μεγάλο Κάστρο μέ τσικίνια πολλά διά τήν ὡμορφιά της, ὁ δέ
πρωταγωραστής τήν ἐπούλησε εἱς ἂλλο Τοῦρκο καί τήν ἐταξείδεψε μέ ἂλλαις πολλαίς
σκλάβες Κρητικοπούλες γιά εμπόρειο εἱς τήν Ἀλεξάντρα ‘στό Μισίρι. ἀπ’έκεῖ πάλι
μεταπουλιέται τρίτη φορά εἱς ἒνα μεγάλο Μπέη Παρασαμλῆ (Σύριον) ὁ ὁποίος τήν ἒφερε
‘στόν τόπο του ‘στο Βερούτι καί τήν ὲβαλε μετά ἂλλα τοῦ χαρέμια καί τήν εἶχε
γιά γυναῖκα του με ταῖς ἂλλαις του γυναίκες συμμέρισα ‘στό χαρεμλίκι του, καί
τήν ἐτούρκεψε, ὡς ἐνόμιζεν ὁ Μπέης, καί μέ τόν ὁποῖον ἐγέννησε δύο παιδιά τό ἐν’ἀρσενικό
καί τό ἂλλο θηλυκό ! Ἀλλά ἡ Κατερίνη δέν ἐτουρκεψε μέ τήν ψυχή της, γιατί μέρα
νύχτα ἐπροσεύχετο ὂταν ἁπόμενε μοναχή, ἐπαρακάλει τόν Θεό τῶν γονέων της, ἒκανε
μετἀννοιες, ἐνύστευγε ὂταν εὒρισκε καιρό, γιά νά σωθῆ, γιά νά γλυτώση ἀπό τοῦ
Τοῦρκου τά νύχια, γιά νά ἐπιστρέψη εἱς τή θρησκεία της, γιά νά ξαναΐδη τήν
Κρήτη της, τό Μέρωνα τό χωριό της, γιά νά ξανασμίξη μέ τούς γονέους καί τ’ἀδέρφια
τής, καί τοῦς συγγενείς, τοῦς χωριανούς της. γιά νά ξαναπάη ‘στόν κήπο της καί
γιά νά πιή νερό ἀπό τήν βρύσι τοῦ χωριοῦ της καί νά πέση νά φιλήση τή γῆ ποῦ
πρωτοείδε τόν ἢλιο. Με τ’ὂνομα τῆς Θρησκείας καί τοῦ Χριστοῦ μέ τ΄ὂνομα τῆς
Κρήτης καί τῆς Πατρίδος ἐκοιμάτο, ἀυτά ὁνειρεύετο, μ’ἀυτά έξύπνα, μ’αὐτά ἒτρωγε
τό φαρμακεμένο τῆς ξενηθιάς καί τοῦ Μουχαμέτι τό ψωμί καί τα γιαγλίδικα
μ΄εβούτηρο πιλάβια καί τά κανταΐφια τοῦ Ρεμαζανιού. ἐπαρακάλιε νά τήν ἀξιώση ὁ Ἱησούς
Χριστός νά νυστεύση ταῖς Σαρακοσταῖς, καί νά ξεροφάη τήν Μεγαλοβδομάδα καί ν’ἀγαλιάση
μιά φορά ἡ καρδιά τής ν΄άκούση ‘στην Παναγία, την ἐκκλησία τοῦ χωριού της τό
χαρούμενο «Χριστός Ἀνέστη!» ν’ακούση τ’ἀκόντια νά παίζουν να ἰδῆ τόν Ὀφανό ἒξω τῆς ἐκκλησίας νά φτάνουν ῇ
φλόγες του ὡς τόν οὑρανό καί νά διέλθη μετά τήν κατάπαυσιν τῆς φλόγας πηδικτή ἀπό
τήν καρβουνισθιά του σάν τά παλλικάρια του χωριοῦ της καί νά κάμη τό «Χριστός Ἀνέστη»με
τά φιλήματα τῶν κοραλένιω ἀχειλιῶν μέ τούς Χριστιανούς ἀδελφούς τοῦ χωριοῦ της
καί νά πιάση ‘στό χορό ποῦ κάνουν ‘στή «Δεύτέρα ‘Ανάστασι» ‘στον περιαυλο
τσ’Εκκλησίας οἱ ὁλοστόλιστοι χωριανοί της ἂντρες καί γυναῖκες, νέοι καί νηαίς
παντρεμένοι καί Λεύθεροι. – Αὐτά έπαρακάλειε τό Θεό ‘στάς προσευχάς της νά τήν ἀξιώση
νά τά ξαναϊδή, μέ μάθια βουρκωμένα καί μέ δάκρυα μαργαριταρένια ἀπό γκαρδιακό
πόθο τῆς Θρησκείας καί τῆς Πατρίδος της! Μόνον ἂνθρωπος ποῦ τόν ἀλλαξοθρησκοῦν
μέ τό ζώρε, μπορεῖ νά νοιώση τή θρησκευτική αὐτή λαχτάρα καί τόν ἂδολο πόθο τῆς
Θρησκείας. Μόνον ἂνθρωπος ποῦ τόνε ξωρίσουν ἀπό τά γονικά του ἀπό τή γῆ ποῦ ἐγεννήθη,
τήν μάνα του τή γλυκητάτη Πατρίδα του μπορεῖ νά νοιώση τή νοστιμιά καί τήν ἀναζήτησι
κάθε στιγμή τῆς Πατρίδος καί τήν ἀγίαν ἀγάπη!
Ἡ Κατερίνη λοιπόν δέν ἐτούρκεψε κι’ἂν ἐμαγάρισε
μέ τά θεργιά τά Τούρκικα κι’ἂν ἐγέννησε καί δυό παιδιά. ἡ Θρησκεία καί ἡ
Πατρίδα της εἶχαν ‘στη ψυχή της τή καθέδρα των, εἶχαν τήν αἰώνια ἀγάπη καί τά
πρωτεία παρά τό Μουχαμέτη, παρά τό πλούσιο Μπέη, παρά τά Παρασάμια καί τό
Βερούτη. Ἡ ψυχή τής Κατερίνης ἦτο ὁρθόδοξος Χριστιανή πάντοτε ἦτο Κρητικιά
μυρισμένη ἀπό ρόδα τῆς ἀθωότητας, εὐρίσκετο ‘στήν Ἐκκλησία τού χωριοῦ της κι’ἂκουγε τή λειτουργιά τή
θεία μέ τή ψυχή της κ’ἒτρωγε τά νόστιμα φροῦτα τοῦ χωριοῦ της,
τά ρούντινα (κατακόκκινα ) μῆλα τού Νεύς Ἀμαριοῦ
καί τά ὡραῖα κεράσια τού Γερακάρι. Ἐζήτει όπως ἠμπόρει νά εὖρη μιά Χριστιανική
οἱκογένεια νά συναναστρέφεται καί νά ξεμολογᾶ τα μυστικά τού πόθου της, τήν ἐλπίδα
της, τη λαχτάρα ποῦ εἶχε γιά τήν ἀληθινή της Θρησκεία, γιά τή ποθητή της
γλυκειά Πατρίδα τήν Κρήτη της. Καί ὁ Θεός πού δίδει χαμόκλαδα καί γιά τά κουτσ’ἀρνάκια
τῆς ἒδωκε καί τούτης, ὂχι χαμοκλαδο ἀλλά μιά μεγάλη καί φουντωτή μυρωδάτη Δάφνη
γιά νά τήν σώση στόν ὶσκιο της ἀπό τή βράσι τοῦ ἢλιου καί τή ψύχρα τοῦ χειμώνα
καί τῆς Τουρκικῆς βαρβαρότητος καί ἀγριωσύνης, τήν τυραννία, γιά νά ξεσκλαβωθῆ ἀπό
τό κλουβί τοῦ κατηραμένου ὁπισθοδρομικοῦ κρυψώνως τοῦ γυναικωνίτου καί φθάξη
πεταχτή εἱς τήν πρόοδο τῆς Λευθεριᾶς καί τῆς Χριστιανοσύνης.
Εὐρίσκετο εἱς τήν πόλιν αυτή μιά καλή ὁρθοδοξος
Χριστιανική οἱκογένεια, εὑλαβής εἱς τή θρησκεία της καί πασίχαρη εἱς ὂλους ὂσοι
εἶχαν ἀνάγκη προστασίας καί βοηθείας ὲδιδεν ὁδηγίας καί ἐβοήθη τούς φτωχούς καί
ἀδικημένους. Μιάν ἡμέρα ἡ Κατερίνη ἐβγῆκε ἒξω ἀπό τήν πόλι νά λιασθή καί ἀναπνεύση
καθαρόν ἀέρα, μουρωμένη ὡς Τούρκισα μέ δύο δούλες μαζύ καί ἒτυχε νά σμίξη μέ
μιά Χριστιανή ἡ ὁποία ἦτο κι’ἀυτή ΄στόν περίπατο μέ δύο μικρά της παιδάκια τά
οποία τά ἒσερνεν ἒνας δοῦλος της. ἡ Κατερήνη τῆς ἐσήμωσε καί τήν ἐχαιρέτησε, ἡ
δέ Χριστιανή τήν ἐχαιρέτησε καί ἀυτή καί άπεμάκρυνε τόν δοῦλον μέ τά παιδιά της
διά νά μή τήν βλέπει έπειδή ὡς Τούρκα ἒκανε χαρέμι εἱς ὂλους τούς ἂνδρας, κατά
τό ἀνόητο σύστημα αύτῶν. Ἐπήγαιναν μαζύ καί ἢρχισαν διαφόρους ὁμιλίας μεταξύ
των, ἡ Κατερίνη ἒξυπνος, τήν ἀναρωτοῦσε περί τοῦ ανδρός τής τί εργασίαν κάμνει,
ἂν ἒχη περιουσίαν, ὑπόληψη μεγάλη, ἁπό ποῦ κατάγονται, ἂν εἶνε θρήσκος καί ἀγαπᾶ
τήν θρησκείαν του ὡς Χριστιανός καί τόσα ἂλλα διά τά ὁποῖα ἡ νέα της φιλενάδα τῆς
ἒκαμε ἐντύπωσι τό πολύ ὰναρώτημα καί ἀναγκάσθηκε νά τήν ἐρωτήση καί αὐτή ἀπο ποῦ
κρατεῖ ἡ σκούφια της, καί πῶς περνᾶ μέ τόν Ἀγά της κ.τ.λ.
Ἡ Κατερίνη ἢρχισε νά τῆς λέγει τά βάσανα τοῦ
βίου της, ὂτι ἦτο χριστιανή ἀπό τήν Κρήτη, ὂτι ἒγεινε ἐπανάστασις κ’επιάσθηκε
σκλάβα, ἡ ἐπουλήθη τρεῖς φοραῖς εἰς τό Μεγάλο Κάστρο, εἱς τήν Ἀλεξάντρα καί εἱς
τόν βέη τόν Παρασαμλῆ ποῦ τήν ἒχει τώρα γυναῖκα του μέ τέσσερεις ἂλλαις, ὁτι
τήν ἐτούρκεψαν κ’ἒχασε τήν ψυχή της!
ὁτι ἒχασε γονεῖς, ἀδερφούς, συγγενεῖς, καί τή
γλυκειά της Πατρίδα. καί συγχρόνως τήν πήραν τά δάκρυα! καί δέν ἠμπόρει νά
άνοίξη ὂλη τήν καρδιά της νά ξεμολογηθῆ τόν πόνον όπου αἰσθάνετο, διά νά ἀνασάνη,
λίγο ἀπό τό βάρος ποῦ εἶχε ‘στά σωθικά της. Ἡ νέα φίλη της μέτ’ όλίγην ὢρα ἐκατάλαβε
τά πάντα καί πολύ τήν ἐλυπήθη, ὢστε ἢρχησε νά τήν παρηγορᾶ καί νά ἐλπίζη εἱς
τόν Θεόν πάντοτε. Την παρακάλεσε νά περάσουν μαζύ ἀπό τό σπίτι νά ξεκουρασθοῦν ὀλίγο
καί νά μάθη αὐτό διά νά την ἒχει πάντοτε φίλη της νά συναναστρέφουνται καί νά τῆς
δίδει παρηγοριαῖς πολλαίς. ὂπως καί ἒγεινε καί ἡ Κατερίνη ἂρχησε συχνά νά ἐπισκέπτεται
αὐτήν τήν Χριστιανικήν οἱκογένειαν ὢστε ἒλαβεν τόσον θάρρος ἡ Κατερίνη νά
παρουσιαζεται καί εἱς τόν σύζυγον τῆς φίλης της καί νά τοῦ προτείνη νά τῆς εὖρη
ἒνα δρόμον τῆς σωτηρίας της νά σώση καί τήν ψυχήν της καί ν’ἀξιωθῆ νά ἐπανέλθη
εἱς τήν Κρήτη τήν Πατρίδα της. Τό ὁποίον τῆς ὑπεσχέθη ὁ Χριστιανός. οὒτος θεωρῶν τοῦτο καί χρέος του Χριστιανικόν
καί καθῆκον άνθρώπινον τό νά ξεσκλαβώση ἒνα ἂνθρωπον ἀδύνατον, ἒνα ποῦ ἂδικα ἒχασε
καί θρησκεί καί πατρίδα καί γονεις καί συγγενεῖς κ’ἐχώθη ‘στή φυλακή τοῦ
Χαρεμιού νά μή θωρῆ τόν κόσμο νά ὐστερεῖται τά καλά του καί νά ἀποβλακώνεται
‘στόν περιορισμό!
Ἀν καί ὁ Τούρκος σύζυγος τῆς Κατερίνης ἦτο ὂχι
μόνον φυσικά ἂγριος καί ἐκδικητικός ἀλλ’ἦτο καί φανατικός διότι δέν τῆς
έπέτρεπε νά συναναστραφῆ ποτέ μέ γκιαούριδες, διά νά μή ξυπνήση ποτέ ἀπό τόν
βαρύν ὑπνο τῆς φυλῆς του καί τοῦ Κορανίου του. Ἀλλ’ἡ Κρητικιά αὒτη τόσον ἐπροσπάθησε
νά περιποιεῖται τάς δύο της ὑπηρετρίας πότε τήν ἀγαπούσαν ὡς μητέρα των καί οὐδέποτε
τήν ἐμαρτύρησαν εἱς τόν ἀγριον, αὑθέντην αὐτῶν ὁτι μετέβαινεν εἱς τό σπίτι ἐνός
γκιούρ, διότι θά τήν ἐφόνευε καί αὐτήν καί αὐτάς ἀκόμη. ὢστε μετά ἒνα χρόνον ἀπό
τῆς γνωριμίας τῆς Κατερίνης μέ τήν Χριστιανικήν οἱκογένειαν μίαν ἡμέραν Ἀνοιξιάτικη
ποῦ ἀρχίζουν τά ρόδα ν’ἀνοίγουν καί τά δενδρα νά ἀνθοῦν, ἀπροσδοκήτως της λέγει
ὁ Ἒμπορος Χριστιανός Χατζῆ Βασίλης ** ότι μετά ὁκτώ ἡμέρας θά περάση ἒνα
κιρβάνι τούρκικο καί θά ὑπάγει γιά τόν Ἂγιον Τάφον καί νά ἐτοιμασθῆ διά νά
μεταβῆ ἐκεῖ, ὁτι τήν συστεινει εἱς ἒνα Ἐπισκοπον Χριστιανικώτατον καί
φιλοπάτριδα νά τήν προστατεύση καί ὂταν ἒλθουν προσκυνητάς άπό τήν Κρήτην νά
τήν παραδώσει εἱς αὐτούς νά τήν μεταφέρωσι εἱς τήν Πατρίδα της.
Ἀπό τήν μεγάλην χαράν τήν ὁποίαν ἒλαβεν ἐκ τῆς
ξαφνικῆς ταύτης εἱδήσεως διά τήν Πίστην τῆς θρησκείας καί τήν λακτάρα τῆς
Πατρίδος της δέν ἐλογάριασε τόν μέγαν κίνδυνον τῆς φυγῆς τής ἁπό τό σιδερένιο
κλουβί τοῦ τουρκικοῦ γυναικωνίτου. Ἐάν δηλ, ἐπροδίδετο, ἢ σενελαμβάνετο ἀπό τόν
ἀγριότουρκον Παρασαμλήν θά ἐθανατώνετο ἀμέσως. Τήν ὂγδοη ἡμέραν ἡ Κατερήνη εὐρίσκετο
μέ το μούρωμα εἱς τό πρόσωπον κεκαλημένη ἐπί μιᾶς καμήλας τοῦ Κιρβανίου καί με
συστατικά γράμματα ἐπί τοῦ στήθους της διευθυνόμενη διά τόν Ἂγιον Τάφον καί
συστημένη εἱς τόν Ἐπίσκοπον Ἂγιον Πέτρας, ἐγκαταλήψασα τόν Τούρκον ἂντρα της,
τά δύο παιδιά του, τά πλούτη του, τάς ἀναπαύσεις, τα πιλάφια καί τά κανταΐφια,
τά Ρεμαζάνι καί Μπαϊράμια τού Ἰσλαμισμού. γιατί ὂλ’ἀυτά;Γιά τού Χριστοῦ τήν
Πίστη τήν ἀγία καί γιά τήν ἀγαπημένη της Πατρίδα!
Ὁ Χατζή Βασίλης * εἶχε συστήση εἱς τόν όδηγόν
τού Κιρβανίου τόν Τοῦρκον τήν δήθεν τούρκισα νά τήν μεταφέρη μπιστικά ὡς φίλος
του εἱς τἠν Ἰερουσαλήμ ἀφού τόν ἐπλήρωσε ἀδρά, διότι ὲχει δήθεν ὑποθέσεις
κληρονομικάς, καί νά προχωρήση ὂσον ἡμπορεῖ, διότι οἱ ἐχθροί της μπορεῖ νά τήν ἀναζητήσουν
καί τήν προφθάσουν ‘στόν δρόμον νά τοῦ τήν παρουν. ὁ δέ ὁδηγός ἐστάθη τίμιος εἱς
την ὑπόσχεσιν του καί ἐντός ὁλίγων ἡμερῶν ἡ Κατερίνη εὐρίσκετό εἱς τό Δεσποτικό
κονάκι τοῦ Ἀγίου Πέτρας. Ἡ χαρά τῆς ἐλευθέρας Κατερίνης ἦτο ἀπερίγραπτος καί ἂμα
ἐδωσε τά συστατικά τοῦ Χατζῆ Βασίλη καί τά ἐδιάβασεν ὀ Ἂγιος Πέτρας ἡ πρώτη της παρακάλεσις ἦτο νά
τήν ὁδηγήσουν εἱς τόν Ἂγιον Τάφον τοῦ Ἰησοῦ καί Σωτήρος τῶν Χριστιανῶν καί τῶν
τυραννουμένων αἱχμαλώτων. Μετέβη μέ μεγάλλην εὐλάβια κ’ ἐπροσκύνησε τόν τάφον τῆς
ζωῆς, ἒκλαυσε ἀπό τήν χαράν της κατεφίλησε ἐαυτόν καί τήν Ἀνάστασιν ἐδόξασε τόν
νικητῆν τοῦ θανάτου καί ἐπέστρεψεν εἱς τήν Ἐπισκοπήν μέ ἀπερίγρατον χαράν καί ἐλπίδαν.
Ἐξομολογήθη, ἐνύστευσε, μετέλαβε τῶν Ἀχράντων μυστηρίων καί ἡσύχασε τό πνεῦμα
της ὂτι ἦτο καί πάλιν Χριστιανή, ὂτι έπέταξε τό μούρωμα τοῦ προσώπου καί τοῦ
σκότους τά φερετζᾶ, καί τά χαρεμλίκια τῆς ὁπισθοδρομήσεως, δἐν ὲλειπε ἀπό τό νά
μεταβαίνει εἱς τοῦς ναοῦς νά προσεύχεται ν’ἀκούη τάς λειτουργίας καί τούς ἐσπερινούς
διά νά χορτάση Θρησκείαν, εἱς τόν Σταυρόν είς τόν Τάφον καί εἱς τήν Ἀγίαν Ἀνάστασιν
τοῦ Λυτρωτοῦ...
Ὁ Μπέης τήν ὲχασε, τό βράδυ δέν ἐπέστρεψεν ἡ
Χανούμη του ἡ ἐκλεχτή καί ὢμορφη του γυναίκα καί ἐλύσσαξε, ἒβαλε ἂνω κάτω τήν
χώρα και ὁ Πασσὰς, οἱ Γιαννιτσάροι δέν ἡσύχασαν, ἀνάγειραν ὂλα τά σπίτια τών
Χριστιανῶν, ἡ Ρωμνιοτουρκεμένη Κρητικιά ἒγεινε ἂφαντος. πολλοί ὒποπτοι ἐφυλακώθηκαν,
ἂλλοι ἐδάρθηκαν ἀδίκως. Μόνον ὁ Χατζῆ Βασίλης** ἦτον ἀθώος, διότι ἦτο πλούσιος
καί μεγάλος φίλος τοῦ Πασσᾶ, καί ποτέ δέν ἀκούστηκε νά πιαστῆ σἐ τέτοιαις ἀνεμοδουλιαῖς,
ἐνάντιαις τῶν Τουρκικῶν συμφερόντων καί τῆς βαρβαρότητος. Τὀν ἐκάλεσε μόνον ὁ
Πασσᾶς καί τόν ἐρώτησε νά τοῦ ‘πἠ τή γνώμη του, πῶς ἐπῆγε τό χάλι αὐτῆς τῆς
δουλειάς, καί σἀν ποῦ ὐποψιάζεται πῶς χὠνεται, ἢ ποιό δρόμον ἐπῆρε, Ἀλλ. ὁ
Χ.Βασίλης ** ἂνθρωπος ἢσυχος τοῦ ἐμπορίου, εἲπε ὂτι δέν τοῦ μένει καιρός νά
χάνη σέ τέτοιαις μικροδουλειές. ἲσως ν’ἀγάπησε κανένα τούρκο καί τήν κρύβγει στὀ
σπίτι του, ἢ τήν ‘πήρε κ’ἒφυγαν γιά τό Καϊρον. Ἀλλ’ὁ Μπέης φθάνει ‘στοῦ Πασσᾶ
τή στιγμή ἐκείνη καί τοῦ λέγει ὂτι, τό Κιρβάνι ποῦ πέρασε χθές πρωΐ ὐποψιάζομαι
πῶς τήν ἒπηρε καί πάει ‘στην Ἰερουσαλήμ. Ὢστε θά πάω ἐκεῖ νά τήν ζητήσω. Καί παραγματικῶς ὁ Μπέης ἒκαμε
ἐδικό του κιρβάνι μέ ἀρματωμένη συνοδία καί ἀναχωρεῖ εὐθύς διά τήν Ἰερουσαλήμ.
Ἦτο Μεγάλη ἐβδομάς τοῦ 1842 ὂτε μετέβησαν ἀπό ὂλη
τή Χριστιανωσύνη πολλοί Χριστιανοί πρός προσκήνησιν τῶν Ἀγίων Τόπων καί ἦλθαν
καί ἀπό τήν Κρήτη μερικοί καλοί καί εὐλαβεῖς Χριστιανοί, ὡς ὁ σεβάσμιος Παπᾶ
Χατζῆς.... ἀπό τό χωρίον Πόμπια τῆς Μεσσαρᾶς καί ὰλλοι χωριανοί του καί
Τυμπακιανοί, τούς ὁποίους ἐκάλεσεν ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Ἰερᾶς Συνόδου τῆς Ἰερουσαλήμ,
ὁ Ἂγιος Πέτρας, καί τούς ἐφιλοξένησε ‘στήν Ἐπισκοπή του καί ἂμα εἶδεν αύτούς
καλούς Χριστιανούς τῶν ἐξεμυστηρεύθηκε περί τῆς Κατερίνης τήν ὁποῖαν ἒφερεν ἐμπρός των καί τῶν εἶπε μοναχή της τά ὸσα
μαρτύρια ἒπαθε εἱς τό σκλαβωμό της τόσα χρόνια, ὂτι τήν ἐτούρκισαν, ἂλλ’ὂτι ἒφυγε
ἀπο τά Παρασάμια εἱς τήν Ἰερουσαλήμ διά νά εὖρη συντροφιά νά ἐπιστρέψη ‘στην
Πτρίδα της, τῶν εἶπε ἀκόμη ὂτι κατάγεται ἀπό τήν ἐπαρχίαν τοῦ Ἀμαριοῦ και ἀπό
τό κεφαλοχώρι τό Μέρωνα, ὂτι εἶχεν ἀδερφό τόν Μοσχάκην Ἰλαρίωνα. Τότε ὁ Παπᾶ
Χατζῆς τῆς εἶπε ὂτι ὁ ἀδελφός της ζῆ εἱς Μέρωνα ὂτι τόν γνωρίζουν ὂλοι πολύ
καλά διότι κατέβαινε πολλλαῖς φοραῖς ‘στά χωριά των διά ν’ἀγωράση καρπό καί αὑτοί
πολλάκις εἶχαν πἀει στον Μέρωνα...κ.τ.λ
Ὁ Ἂγιος Πέτρας τότε τούς παρεκάλεσε νά τήν
πάρουν μαζύ των ὂταν θά φύγουν καί νά τήν φέρουν εἱς τήν ἐπαρχίαν της μέ ἒξοδα
τοῦ Ἐπισκόπου καί οἱ Κρῆτες τοῦτοι μετά χαράς τό ἐδέχθησαν νά την μεταφέρουν εἱς
τήν Κρήτη μαζύ των.
Ἡ Κατερίνη ἀμέσως ἐχάρει, μετέβη καί ἠγόρασε
τά Λαζάρια της εἱκόνας, κομπολόγια, σταυρούς, Λιόκουρνα καί ὸσα ἂλλα
προμηθεύονται ἀπό τόν Ἂγιον Τάφον οἱ Προσκυνηταί ὑπέρ τῆς ψυχικῆς αὑτῶν
σωτηρίας καί δῶρα διά νά φιλοδωροῦν τούς συγγενεῖς καί ὑποδεχομένους αὑτούς εἱς
τήν Πατρίδα των. Ἦτο τά πάντα ὲτοιμα καί τό Μέγα Σάββατον ἐπῆρε ἒνα δεμάτι
λαμπάδες καί μικρά λευκά κηράκια καί μετέβη εἱς τόν Ἰερόν ναόν τού Παναγίου
Τάφου, ποῦ κατεβαίνει τ’ἂγιον φῶς ἐκ τοῦ ὁποίου ὂλοι οἱ Χριστιανοί καί οἱ ξένοι
προσκυνηταί ἀνάφτουν ἀπό άυτό τά κεριά των καί μετά την άκολουθίαν τά σβύνουν
καί τά παίρνουν μαζύ των εἱς τάς Πατρίδας των χάριν εὐβλαβείας, το Ἂγιον φῶς
κατέβη ἐπλησίασε εἱς τόν Πανάγιον Τάφον ὁ ὁποῖος ἀκτινοβολοῦσε καί ἂναψε τά
κηριά της, ἐπροσκύνησεν μετά τήν ἀκολουθίαν καί με τά δάκρυα εἱς τά μάτια τά Ἂγια
Πάθην τοῦ παθόντος, Σταυρωθέντος, Ταφέντος καί Ἀναστάντος Σωτῆρος Ἡμῶν καί
πάνων τῶν πασχόντων ἐν κινδύνοις καί αἰχμαλωσία, δοξάζουσα καί εύγνωμονοῦσα τόν
ἐλευθερωτήν της Ἰησοῦ Χριτόν. ἀπῆλθε μετ’ἂλλων πολλῶν καλογραιῶν μεταβαίνοντα εἱς
τήν Ἐπισκοπήν τοῦ προστάτου αύτῆς Ἀγίου Πέτρας, ἀλλ’ὠς ἀπό μακρόθεν ἀντικρύτισε
τήν εγάλην θύραν τοῦ κονακίου ἐμεινε κατάπληκτος ἐκ τρόμου καί φόβου γιατί εἶδε
κ’ἐγνώρισε καλά τόν Μπέη, τόν ἂγριον ἐκεῖνον ἂντρα της, ποῦ ἐκάθητό ὲξω τῆς
θύρας τῆς Ἐπισκοπῆς σάν νά τήν ἀνήμενε! Ὁ
ἢλιος ἀπό τά μάτια της ἐσκοτείνιασε, τό κορμί της ἐξεπάγιασε, οὺδ’ἐμπρός ἡμποροῦσε νά πάγη οὒδ΄ ὀπίσω νά γυρίση. ἡ γῆ ἐσειαίτονε
κι ὁ κόσμος ἐχάλα καί τήν ἐσκότωνε ἀπό τό κακό ἀυτό τοῦ πατασμοῦ συναπάντημα!
Τί θά γείνω τώρα;εἶπε ‘σταῖς Καλογρηαίς ὡν τήν
συνόδευον. Ἐχάθηκα ! Θέε μου! σῶσε σκιᾶς τόν εὐεργέτη μου τό ΧατζῆΒασίλη νά μή
πιαστῆ κι’ἀυτός καί πάθη. Ἀλλά δέν τά εἶχε άπο’πεί τά λόγια αὐτά καί μιά Θεϊκή
δύναμις τῶν ἒρχεται ὁλωνῶν καί ἀντρεύγονται. Μιά Καλόγρηα ἐφόρει δυό ράσσα καί
βγάνει τό ὲννα καί τό δίδει εἱς τήν Κατερίνη καί τό περνᾶ ἐπάνω της τη σκεπάζει μέ ἐνα μαῦρο σκέπασμα
‘στο πρόσωπο καί λέγει εἱς τή συνοδία των -βάλεται την στή μέση καί νά προχωροῦμε
μέ θάρρος νά μποῦμε ‘στο κονάκι ὂλαις κ’ἒχει ξετρύπη ἒνα ξεπόρτι καί φεύγουμε ὒστερα
ἐμεῖς.- Πέρασαν λοιπόν μέ θάρρος ἀπ’ἐμπρός τοῦ Μπέη κι ὢστε νά τῇς ‘δῆ
Καλογρηαίς κοπάδι ἐστρεψε ἀλλοῦ τά μάτια του κ’ἐπέρασαν ὂλαις, ἀνέβηκαν ‘στον
πρό μιᾶς ὢρας ἐλθόντα ἀπό τόν ναόν τοῦ Παναγίου Τάφου Ἐπίσκοπον Ἂγιον Πέτρας
καί ἐξαφνιδιάσθη νά ἰδῆ τήν Κατερίνη μέ τά Καλογραδίστικα ράσσα, ἐννοήσας δέ τό
σχέδιον τήν ἒστειλε μέ ταῖς ἂλλαις Καλογρηαίς εἱς τήν Ἰεράν αὑτῶν Μονήν ἀπό τό
ξεπόρτη χωρίς να ὑποψιασθῆ ὁ Μπέης τό παραμικρόν. τῆς ἐπαρήγγειλε δέ ὂτι ὁ
Μπέης θά φύγη γιά τήν Πατρίδα του μετά μίαν ὢρα καί δύναται πρός τό ἐσπέρας νά ἐπιστρέψη
εἱς τό δωμάτιον της νά ἡσυχάση. Καί ἡ Κατερίνη
ἐπήγε νά κρυγτῆ ‘στό ἂσυλο τῆς Ἰεράς Μονῆς τῶν Καλογράδων μέχρι τῆς ἐσπέρας.
Ὁ Παρασαμλῆς Μπέης ἦτο ἀπό τό πρωΐ έρχομένος εἱς
τήν Ἰερουσαλήμ μέ τή συνοδία καί τό Κιρβάνι του ἐπισκέφθη τόν Πασσᾶ τοῦ εἶπε τά
διατρέχοντα διά τήν φυγήν τῆς γυναῖκας του ἐφοβέριζε πῶς θά θύση καί ἀπωλέση
γκιαούριδες ὂταν τήν ἒβρη καί θά τή σφάξη ‘στή μέση τἠς ἀγορᾶς. Ἂλλά ὁ Πασσᾶς ὡς
φρόνιμος τού εἶπε ὂτι ἡμπορεί ἀφοῦ τοῦ ἒφυγε ἡ μιά του γυναίκα νά εὒρη ἂλλη,
καί καλλίτερη, νά πάρη 10-20 ὂσαις μπορεῖ νά θρέψη κατά τό νόμο τοῦ Κορανίου
των. καί δέν ἂξιζε γιά μιά γυναίκα νά ξεκινήση ἀπό τόσον κόσμο νά ἒλθη νά τήν
γυρεύγει. καί ὂτι ἐσπεχλίκια καί φοβέραις δέν συκώνουν ‘στην ἐπικράτειαν τῆς Ἰερουσαλήμ.
Ἀφοῦ τἀ ἢβρε σκοῦρα ὁ Μπέης με τόν Πασσᾶ, ἒφυγε ἀπελπισμένος κ’ἐπήγε ‘στήν Ἰερά
Σύνοδο τῶν Χριστιανῶν ἐκ τοῦ Ἀγίου Πέτρας συνεδριάζουσα τήν ὢραν ἐκείνην ποῦ εἶχον
ἐξέλθη ἀπό τόν Μεγἀλον Ἐσπερινόν τοῦ Παναγίου Τάφου διά τήν μεγάλην ἐορτήν τῆς Ἀναστάσεως
τῆς αὒριον. ὂτε παρουσιάζεται ὁ Μπέης καί τούς εἱδοποιεῖ ὂτι εἶχε μιά Κρητικά
σκλάβα ἀγορασμένη πρό τόσων χρόνων καί τήν ἐτούρκεψε καί τήν εἶχε γυναῖκα του
κ’ἒφυγε πρό ἡμερών καί τοῦ ἂφησε δυό παιδιά. καί τούς ἐρωτοῦσε ἂν ἢκουσαν ποῦ ἐπὴρε
καί εὐρίσκεται διότι ἒνα κιρβάνι ἐπέρασε ἀπό τό Βερούτη καί τοῦ τήν ὲκλεψε κ’ἒμαθε
πῶς ἦλθε ‘στην Ἰερουσαλήμ. ὁ Ἂγιος Πέτρας τόν ἡρώτησε -Τήν εἶχες πολά χρόνια
καί σοῦ δούλευε; 16 χρόνια τώρα τήν ἒχω ἀπεκρίθη ὁ Μπέης- 16 χρόνια ὂταν ἒχει ἒνας
ἂνθρωπος μιά σκάβα νά τοῦ δουλεῦγει, ὂσον κι’ἂν τήν ἀγόρασε τόν ἒχει πληρωμένο
Μπέη μου, τοῦ ἀπήντησεν ὁ Ἀγιος Πέτρας, - Ἀλλά ἐγώ δέν τήν εἶχα σκλάβα μου τώρα
τήν εἶχα γυναίκα μου εἶπεν ὁ Μπέης. ὁ Ἂγιος Πέτρας πάλι τοῦ λέγει- Μιά γυναῖκα
ποῦ ἒχη κάνει 16 χρόνους κ’ἒπειτα τοῦ φύγη, ἂν ἦνε καλός ἂνθρωπος δέν θά τηνε
ξαναζητήση, διότι τόν ἐπρόσβαλε κ’ἒφυγε. Ἂλλά γνώριζε Μπέη μου πῶς ἂν μάθωμε πῶς
βρήσκεται ἐδώ ‘στά μέρη μας θα σοῦ μηνήσωμε νά ἒλθης νά τήν πάρης. Τότε ὁ Μπέης
ἡσύχασε τούς ἀπόχαιρέτισε κ’ἐκατέβη ‘στην ἒξω θύρα κ’ἐκάθησε ὢστε νά ἐτοιμάσουν
τό Κιρβάνι του νά γυριση ‘στόν τόπον του. Τήν στιγμή δέ ποῦ ἐκάθητο ἒξω τῆς
θύρας εἶχε περάση καί ἡ Κατερίνη μέ ταῖς Καλογρηαίς ἀπ’ἐμπρός του μέ τά ράσσα
καί δέν τήν ἐστοχάσθηκε ὡς προείπωμεν. ἐπί τέλους ὁ Μπέης ἐπέστρεψεν εἰς τήν
Πατρίδα του ἀποτυχών τοῦ κυνηγίου του[2].
Προσεγγίζοντος τοῦ Μεσονυκτίου τῆς Λαμπροφόρου
Ἀναστάσεως τοῦ Σωτήρος Ἡ Κατερίνη ἲστατο εἱς τόν Ἰερόν καί φωταγωγημένον ναόν τῆς
Ἀναστάσεως ἀκούσασα ψαλόμενον τό χαρμόσηνον καί ἐπιθυμητόν αύτῆς «Χριστός ἀνέστη»
έσ ‘αὐτῆς τῆς θέσεως τῆς θέσεως εἱς τήν ὁποίαν ὁ Λυρτωτής τῶν ζῶντων καί ἡ Ζωή
των ἀπάντων ἀνέστη. ἢκουσε μἐτ ἀγαλιάσεως τήν ἱεράν ἀκολουθίαν τοῦ Πάσχα ἢκουσε
τά Κόντια και τούς κώδωνας, ἢκουσε Ἒυαγγέλια, λειτουργίαν, εἶδε φωτοχυσίας ἐχόρτασε
Πίστιν καί ἀνέστησε ἀπό Θρησκείαν.
Ουδής ἐξ ἠμῶν τῶν πιστῶν, τών Χρστιανών συχναζόντων, εἱς τούς ναούς ἐκ συνηθείας
πλέον καί σπανίως δι’εὐλαβείαν, διά σωσμόν τῶν ἀμαρτιών καί σωφρονισμόν ἐκ τῶν ἀγών
τῆς Θρησκείας καί τῆς Ἐκκλησίας διδαχών, αἱσθάνεται τοσαύτην ἀγαλίασιν ἐν τῇ
διανοία του καί ἐν τῇ ψυχῇ του, ὡς ἡ Κατερίνη ἡ σκλαβωμένη καί ἐκτουρκισμένη
διά τῆς βίας χθές, καί σήμερον, ἐλευθερωθεῖσα καί εὐρισκομένη ἐκεῖ τοῦ Σταυροῦ
τοῦ τιμίου τού Λυτρωτοῦ τοῦ Παναγίου Τάφου Του καί τῆς ἐνδόξου νίκης τῆς Ἀναστάσεως
Ἀυτοῦ, Χριστιανή πίστης τής ἡθικωτέρας τῶν Θρησκειῶν ἀγίας ἡμών Θρησκείας.
Κατά τάς ἐορτάς τῆς Διακαινισήμου ἐβδομάδας ἀποχαιρετίσαντες
μ’ἐυγνωμοσύνην τόν εὐεργετην Ἀγιον Πέτρας κατῆλθον ἡ συνοδια τοῦ Παπᾶ Χατζῆ
μετά τῆς Κατερίνης εἱς Γιαφά ἒνθα εὐρόντες πλοῖον διέπλευσαν καί ἀφίχθησαν εἱς
Μεγάλο Κάστρο τῆς Κρήτης ἒνθα ἡ Χατζῆνα διέμεινε προσωρινῶς μεχρις ὂτου ὁ Παπᾶ
Χατζῆς ἀπό Πόμπιαν εἱδοποίησε τόν ἐν Μερώνι ἀδελφόν της Μοσχάκην Ἰλαρίωνα καί ἐλθόν
εἱς Μεγάλο Κάστρο τήν παρέλαβε καί μετέβη εἱς τό χωρίον τῆς γεννήσεως της τόν
Μέρωνα. Μακρώθεν ἂμα εἶδε τό χωρίον τής ἐξεπέζευσε, ἒκλαυσεν ἐκ χαρᾶς Πατριωτικῆς
ἒκαμε τόν Σταυρόν της καί προσευχήθη έυχαριστήσασα τόν Λυτρωτήν Θεόν. Ἐσκυψεν ἐπί
γῆς καί ἐφίλησε αὐτήν, εἶτα εἱσελθοῦσα εἱς τό χωρίον εὦρε τους κατοίκους εἱς
τήν εἲσοδον, ἂνδρες, γυναῖκες, παιδες, παρθένοι ὑποδέχθησαν τήν χαϊδεμένην, τήν
σκλάβα, τήν ἐκΤουρκισθῆσαν βιαίως και μαρτυρήσασαν ἐκ βασάνων. Μετέβη εἱς τόν
ναόν τῆς Παναγίας τῶν ὁνείρων της καί ὁ Ἰερεύς ἒψαλε παράκλησιν καί δοξολογίαν
εἱς τόν Ῡψιστον. μετά ταῦτα ἀφιέρωσε μίαν μεγάλην λευκήν καί πλουμιστήν λαμπάδα
εἱς τήν Παναγίαν ( τῆς κοιμήσεως) ἢτις καί μέχρι σήμερον σώζεται ἀκέραια εἱς τοῦ
ναοῦ τό μανουάλιον, σωθεῖσα ἐκ τόσων ἐπαναστάσεων πρός μνήμην τῆς ἰστορίας της
Κατερίνης προσκυνητής. Ἒπειτα ἐξάγει ἐκ τοῦ σακκου της τούς σταυρούς τούς ὁποῖους
διεμοίρασεν εἱς πάντας τούς κατοίκους τοῦ χωρίου διά φυλακτάρια, ἐμοίρασε
κομβολόγια, καί εἱκονίσματα ἀγίων. Μετά τήν προσευχήν ταύτην τήν σεμνοπρεπή καί
τήν διανομήν τῶν φιλοδωρημάτων διευθύνθη εἱς τήν οἱκίαν του ἀδελφοῦ της
Μοσχάκη, διότι αἱ οἰκίαι τοῦ πατρός της ἦτο ἒτι σωροί ἐρειπίων. Μετέβη εἱ την
πηγήν εἱς τόν κῆπον, ἒφαγε τά φροῦτα τοῦ χωρίου της, τά ὡραῖα κεράσια τού
Γερακάρι καί τά ρούντζινα μῆλα τοῦ Νεύς Ἀμαρίου ἐπανῆλθε εἰς ἐαυτήν ὠς καί ἐπί
τῆς νεαρᾶς ἡλικίας της, έξεμαγάρισε ἀπό
Τουρκιά , ἒγεινε Χριστιανή πιστωτέρα ἀπό πρότερον καί ἡγαλίασε ἡ ψυχή
της ἀπό Θρησκείαν καί ἀπό Πατρίδα.
Ἡ κοσμογυρισμένη Χατζῆνα κατ’ἒτος σχεδόν ἒκτοτε
εὐγνωμοσύνης χάριν μετέβαινε εἰς τά χωριά τῆς Μεσσαρᾶς Πομπια καί Τυμπάκιον ὁπως
ἐπισκέπτεται τούς σώσαντας καί μεταφέροντας αὑτήν συμπατριῶτας της εἱς τόν Παπὰ
Χατζῆ ἰδίως ἒνθα διέμενε ἐπί τίνας μῆνας καί πάλιν ἐπέστρεφε εἱς Μέρωνα. Κατά τήν ἐπανάστασιν τοῦ 1866 ἐπί
τριετείαν διαρκέσασα καί μετά τήν πυρπόλησιν τῆς ἡρωϊκής ἱεράς Μονῆς Ἀρκαδίου,
εἱσβάλοντος τοῦ Μεχμέτ Πασσᾶ εἱς τήν ἐπαρχίαν Ἀμαρίου(1868) καί ὁρμήσας εἱς
Μέρωνα τῶν ἀγωνιστῶν ὑποχωρησάντων εἱς τά ὁρεινότερα μέρει ἒμειναν ὡς ὑποταγείσαι
εἱ τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ πολλαί οἱκογένεια, ἠ Χατζήνα παρρησιάσθεῖσα εἱς τόν Αἰγύπτιον
Μεχμέτ Πασσᾶ ὁμίλησεν ἀραβιστί εἱς αὐτόν ὂπως πεισθῆ τῶν συγχωρίων της ὡς ὑποτεταγμένων
καί φιλησύχων.
Ὁ Πασᾶς ἐπαραξενεύθη ἀκούων ἀυτήν ὁμιλοῦσα τήν
Ἀραβικήν καλῶς καί ἀφοῦ τήν ἡρώτησε ποῦ ἒμαθε τήν γλῶσσαν αὐτήν καί τοῦ εἶπε
ότι ἐκαμε σκλάβα ‘στην Συρία καί ὂτι ὁ ἀγᾶς της τἠν ἂφησε μετά 12 ἒτη ἐλευθέραν
διέταξε τούς στρατούς του νά μή πειράξουν οὐδ΄΄ενα Μερωνιανόν εἱς τό παραμικρόν
καί οὒτω τήν περίοδον αὐτην δέν διήρπαγησαν αἰ οίκίαι των .Μετά δέ τήν ἀναχώρησιν τὢν τουρκικῶν στρατευματων
μεταβᾶσα εἱς τό χωρίον Πιτσίδια τῆς Πυργιωτίσσης ἀπεβίωσε καί ἐτάφη ἐκεῖ τό
1868 ἒτος, ἀφήσαντα τήν γλυκειάν Πατρίδας της σπαρασομένην καί μαχώμενη ὐπέρ
Πίστεως καί Ἐλευθερίας κατευχαριστημένη ὀμως ὂτι ἐσώθη τὴς ἀιχμαλωσίας διά τῆς ἡρωϊκῆς
της τόλμης αὐτῆς, ὂτι ἠξιώθη ν’ἀποθάνη Χριστιανή, καί νά ταφῇ εἱς τήν ἒνδοξον γῆν
τῆς Πατρίδος της, ἐκπληρώσασα τό κοινόν χρέος μᾶς ἂφησε λαμπράν εἰκόνα τοῦ
καθήκοντος πρός τήν Θρησκείαν καί τήν Πατρίδα!
Ἠ ἀληθῆς αὐτή
ἰστορική βιογραφία τῆς Αίκατερίνης Χριστοδούλου Ἰλαριοπούλας ἐκ Μέρωνος Ἀμαριου
ἐγράφη καθ’υπαγόρευσιν τοῦ κ. Ἠλία Ἰλαρ. Μοσχάκη υἱοῦ τοῦ ἀδελφοῦ τῆς Ἀικατερίνης Μόσχου (ἢ Μοσχάκη) Ιλαρίωνος ἐκ τοῦ αύτοῦ
χωρίου. ἀφήσαντες δέ τό ἐπίθετον Ἰλαρίωνος μεταχειρίζοντας τό κύριον ὂνομα του
πατρός Μόσχου, εἱς Μοσχάκιδες. ἐγράφη τῇ 18 Ὀκτωβρ.1901 ἐν Ρεθύμνη ὑπό Παύλου
Γ.Βλαστοῦ. ἐδημοσιεύθη εἱς Κρητ.Ἐφημερ.
Ρεθύμν. τῆς 14 Άπρ.1902 ἀρ.38 ὂρ.Ἰδαία
Μέλισσα Τόμ. Β’σελ.776-793 ὂπως ἐδημοσιεύθη παρ’ἐμοῦ διά τήν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως
τοῦ Πάσχα. ὑπό τόν τίτλον Θρησκεία καί Πατρίς. ὂρ. ἀντιγραφήν τοὺ Ἰστορικού
τούτου ἐκ τῆς δημοσιεύσεως τῆς ρηθείσης «Κρητ.Ἐφημερίδος «εἱς τἠν Ἰδαίαν
Μέλισσαν Τόμ.Β’σελ.776-793 χειρόγραφα μου.
**Ο Χαράλαμπος Β.Αγγελάκης είναι
οικονομολόγος, εκπαιδευτικός καί τελειόφοιτος του ΠΜΣ Ιστορικής Έρευνας,
Διδακτικής καί Νέων Τεχνολογιών
[1]
Εἱς τήν μάχην ταῦτην ἐφονέυθη καί ὁ εύπαίδευτος θεῖος μου Ἐμμ.Βλαστός ἐκ χωρ.
Βυζάρι Ἀμαρίου ὂστις μειράκιον ἀπῆλθον ἐκ Κρητης εἱς Κυδωνίαι σπουδάσας καί εἱς
Χῖον διδάσκων τήν Ἐλληνικήν ὂτε καί τόν ἐμόν πατέρα προσκαλεσάμενος ἐμαθήτευε.
τό δέ 1822 φυγόντες ἐκ τῆς μεγάλης σφαγῆς τῆς Χίου διά λέμβου διεπέρασαν εἱς
Ψαρᾶ κ’ἐκεῖθεν εἰς Ἂργις καταταχθένταις στρατιῶται ἐ τό τάγμα τοῦ Στρατηγοῦ
Στάϊκου Σταϊκόπουλου ὂτε καί τό Παλαμήδι ἐκυρίευσαν, πρὼτοι οἱ δὐο ἀδελφοί οῦτοι
άνάρυχθέντες τό τεῖχος νυκτός σκοτίας καί βροχερᾶς οὖσης ἢνοιξαν τήν Πύλην καί
εἰσἦλθε ὁ Ἐλληνικός στρατός τῇ 30 Νοεμβρίου τοῦ Ἀγ. Ἀνδρεόυ καί εἱς ἂλας μάχας
εὐρεθέντες ἡρίστευσαν. Ἐλθόντες δ’ἀμφότεροι κατόπιν ἐν Κρήτη μετά τοῦ Τομπάζη
καί ἂλλων Κρητῶν ὁ Ἐμμ .Ἰω. Βλαστός πίπτει ἐνδόξως εἱς Ἀμουργιέλας , ὁ δέ πατήρ
μου μαχόμενος ὐπέρ ἐλευθερίας καθ’ὂλον τό διάστημα τῆς ἐπαναστάσεως ταὐτης καί
τῶν λοιπῶν ἒτι άπεβίωσεν ἐν Ρεθύμνη ὡς Ἒμπορος τιμηθείς καί ὡς Δημογέρων κατά
τό 1858-61 καί ὠς Ἒφορος τῶν Σχολεῖων καί ὡς Ἐπιστάτης τής ἀνοικοδομοθείσης Ἐκκλησίας
τῶν Εἰσοδείων κατά τό 1844-45. καί εἱς Χανιά απεστάλλη ὑπό τού τμήματος ἐπί Σαμῆ
Πασά 1858 συμβιβάσης μετ’ἂλων τά προνόμια τῶν Κρητῶν τό δέ 1865 25 Δεκεμβρ. ἀπεδήμησε
πρός Κύριον, 65ετῆς τήν ἡλικίαν.
[2]
Σημ.Π.Βλαστοῦ.Ἂλλη παραδοσις λέγει ότι τό 1839 ἒφυγεν ἐκ Βυρετοῦ καί διέμεινε ἡ
Ἀικατερίνη 3 ἒτη εἱς Ἰερουσαλῆμ κατά τά ὁποῖα τήν ἐζήτει ὁ Βέης εἱς διάφορα
μέρη ἒως ὂτου ἒφθασε καί εἱς Ἰεροσόλυμα. Ἂλλοι δε πάλιν λέγουν ὂτι 12 μόνον ἒτη
ἦτο ἐξόριστος ἐκ Κρήτης ὢστε αἰχμαλωτισθεῖσα τό 1823 καί 12=1835 ὢστε κατά τό
1835 ἐπί Μεχμέταλῆ Ἀντιβασιλέως τῆς Αιγύπτου δεσπόζοντος καί ἐν Κρήτη καί τῆς ἀνεξιθρησκείας
πληρους οὖσης, ἐπέστρεψεν ἡ Αίκατερίνη εἰς τήν γενέθλιον πατρίδα της (ὁ Μεχμέτ Ἀλῆς
τῆς Αιγύπτου ἐξουσίαζε τῆν Κρήτην ἀπό τό 1830-1840 έτος)