Στον οικισμό του Αγίου Σπυρίδωνα στη Σητεία (Κανένε ήταν η
παλιότερη ονομασία του που ανεπίσημα χρησιμοποιούν ακόμα οι ντόπιοι) συναντάμε ένα ιδιαίτερο ναό που όχι μόνο έδωσε το όνομα
του στο χωριό αλλά είναι στενά συνδεδεμένος με όλη την ιστορία του.
Το αρχικό κτίσμα είναι βυζαντινό και τοιχογραφημένο με τις τοιχογραφίες
του ωστόσο να διατηρούνται σε όχι και τόσο καλή κατάσταση. Μάλιστα το Γενικό Ευρετήριο Βυζαντινών Τοιχογραφιών της Ελλάδας της Ακαδημίας Αθηνών έχουν καταγραφεί ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού, ναοί του Αγίου Σπυρίδωνα με τοιχογραφίες χρονολογημένοι από τον 13ο-15ο αιώνα, κι ανάμεσα σε αυτούς είναι και ο ναός του Κανένε.
Πρόκειται για ένα μονόχωρο, πολύ μικρό και καμαροσκεπή ναό
στον οποίο προστέθηκε τις τελευταίες δεκαετίες ως νάρθηκας ένα πολύ μεγαλύτερο
κτίσμα για να χωράει όλους τους πιστούς στη διάρκεια της χειμωνιάτικης γιορτής
του Αγίου.
Βέβαια το κτίσμα αυτό αλλοίωσε την γραφική και όμορφη εικόνα
του βυζαντινού ναού ωστόσο έγινε και αιτία στις εργασίες ανακαίνισης να βρεθούν
κάτω από τα πολλά στρώματα επιχρισμάτων οι παλιές τοιχογραφίες που κοσμούσαν τους τοίχους του και μάλιστα σε δυο στρώματα.
Στο νότιο τοίχο διακρίνονται οι μορφές των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης αλλά και του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουλιανού
του Παραβάτη. Γενικότερα, όπως λένε ειδικοί, οι τοιχογραφίες του Αγίου Σπυρίδωνα
αντιπροσωπεύουν μια ιδιάζουσα τεχνοτροπία που δεν συναντάται σε άλλο
τοιχογραφημένο ναό της ευρύτερης περιοχής.
Οι δεσποτικές εικόνες της Παναγίας Βρεφοκρατούσας και του
Ένθρονου Χριστού, στο τύπο του Μεγάλου Αρχιερέως, που βλέπουμε εξάλλου, στο τέμπλο
αποτελούν αντιπροσωπευτικά έργα της κρητικής εικονογραφίας του 19ου
αιώνα.
Δυστυχώς επειδή κάτω από το ναό περνούν υπόγεια νερά και γενικότερα η υγρασία στο σημείο είναι αυξημένη όλο το παλιό κτίσμα υποφέρει ενώ
στα προβλήματα της υγρασίας προστέθηκαν κι εκείνα του σεισμού που εκδηλώθηκε
στην περιοχή ανοικτά της Ζάκρου.
Μάλιστα λόγω υγρασίας το παλιότερο ξύλινο τέμπλο που κοσμούσε
το ναό καταστράφηκε κι έτσι φτιάχτηκε ένα νέο από τσιμέντο.
Οι παραδόσεις
Οι κάτοικοι του οικισμού ευλαβούνται ιδιαίτερα τον Άγιο Σπυρίδωνα,
τον νιώθουν πολύ κοντά τους κι έτσι από παλιά τόσο για το ναό του όσο και για
την παρουσία του ίδιου του Αγίου στην περιοχή ανέπτυξαν διάφορες παραδόσεις, τις
οποίες έχει καταγράψει ο Ερρίκος Π. Σκουλούδης.
Μια απ αυτές αναφέρει πως πολύ παλιά όταν είχαν προσπαθήσει να μεγαλώσουν το αρχικό κτίσμα του ναού, για να χωρά
περισσότερους πιστούς, είχαν φέρει κτίστες από τον οικισμό της Συκιάς και τους Παπαγιαννάδες
Σητείας. Αυτοί λοιπόν όλη τη μέρα έκτιζαν και το πρωί έβρισκαν το νέο κτίσμα
χαλασμένο. Τότε ένας κάτοικος πήγε και κρύφτηκε το βράδυ, πίσω από μια
φραγκοσυκιά, και στις 12 τα μεσάνυχτα είδε να πηγαίνει και να τρίβεται πάνω στο κτίρι
ένα βόδι το οποίο και το γκρέμιζε. Φοβήθηκαν τότε καθώς δεν ήταν κάτι το
φυσιολογικό και δεν έβαλαν ξανά πέτρα στο σημείο παρά μόνο ότι είχε απομείνει
το άσπριζαν.
Κατά μια άλλη εκδοχή αυτό το βόδι τραβούσε και μια αλυσίδα
στο πόδι του και με τα κέρατα του ή με τα πόδια του έριχνε το κτίσμα.
Μια άλλη ιστορία μας πάει ακόμα πιο πίσω τότε που
πρωτοκτίστηκε ο Άγιος Σπυρίδωνας. Σύμφωνα με αυτή, οι κτίστες κάθε πρωί έβρισκαν
χαλασμένο ότι είχαν φτιάξει την προηγούμενη μέρα. Έστησαν λοιπόν καρτέρι και
είδαν το βράδυ να βγαίνουν από το δάσος βόδια τα οποία κουτουλούσαν το κτίσμα
και το γκρέμιζαν. Κάποιος που είχε δει το σκηνικό ονειρεύτηκε τον Άγιο
Σπυρίδωνα που του είπε πως δεν θέλει να κάνουν το σπίτι του μεγάλο αλλά μικρό,
δεν το θέλει ψηλό αλλά χαμηλό κι έτσι πραγματικά ολοκληρώθηκε.
Στον Άγιο Σπυρίδωνα αποδίδουν κι ένα θαύμα που έσωσε όλο το
χωριό. Πάνω από τον οικισμό στη θέση Τρούλες είναι δυο χαράκια. Αρχικά ωστόσο
ήταν ένα και το σημείο το έλαγαν ο Χάρακας.
Μια μέρα, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Σπυρίδωνα, μετά από
βροχόπτωση τριών ημερών που είχε μαλακώσει το χώμα, ξεκόλλησε ένα χαράκι που βρισκόταν πιο πάνω
κι έπεσε αλλά ευτυχώς συγκρατήθηκε από το χαράκι που ήταν πιο χαμηλά. Έτσι δεν
έφθασε στο χωριό να το καταστρέψει. Πολλοί απέδωσαν το γεγονός σε θαύμα του
Αγίου.
Επίσης λένε πως ένας άνθρωπος από τους Σκλάβους τη μέρα της γιορτής
του Αγίου Σπυρίδωνα έστειλε το γιό του να πάει να φέρει νερό ώστε να πάει στο
χωράφι να οργώσει γιατί είχε τα βούγια έτοιμα. Το παιδί έφερε το νερό αλλά είχε χάσει τη
φωνή του. Τρομαγμένος ο πατέρας ξέζεψε τα ζώα και πήγε στον Άγιο
Σπυρίδωνα έντρομος να παρακαλέσει να βρει ξανά το παιδί τη λαλιά του, όπως κι
έγινε. Έκτοτε κάθε χρόνο την ημέρα της γιορτής πήγαινε πρόσφορο στην εκκλησία
του.
Σε μια παραλλαγή η ιστορία αναφέρει πως ο πατέρας, που ήταν
στο ίδιο χωριό με το ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, έστειλε το γιό ανήμερα της γιορτής
του Αγίου να φέρει νερό για να πάει στο χωράφι να οργώσει με τα βούγια. Η
γυναίκα του τον ρώτησε μέρα που
είναι που θα πας; κι εκείνος της απάντησε "να κάνει ο Άγιος τη δουλειά του κι εγώ τη δική μου". Όταν όμως το παιδί ήλθε από το νερό μαρμάρωσε μπροστά από
το σταμνοστάτη. Ο πατέρας τρομαγμένος πρόβαλε από την πόρτα και βλέποντας την
εκκλησία παρακάλεσε ο Άγιος να κάνει καλά το παιδί του τάζοντας του πως κάθε
χρόνο τέτοια μέρα δεν θα του περνά καν από το μυαλό να πάει στη δουλειά και θα του φέρνει κι
ένα πρόσφορο.
(Αντλήθηκαν πληροφορίες από το βιβλίο του Ερρίκου Π.
Σκουλούδη «Δημώδεις παραδόσεις, θρύλοι, ιστορίες, αρχαίοι μύθοι, παραμύθια από την
περιοχή της Πραισού Σητείας και την ευρύτερη περιφέρεια της, έκδοση του
Πολιτιστικού Συλλόγου Πραισού»)