Επισκεπτόμενος κάποιος την περιοχή το πρώτο πράγμα που θα
σκεφτεί είναι πως μπόρεσαν όσοι ζούσαν και είχαν σπίτια εκεί να εγκαταλείψουν
αυτό τον επίγειο παράδεισο.
Μέσα στα ψηλά και πυκνά δέντρα, τα τρεχούμενα νερά, στην άκρη ενός υπέροχου φαραγγιού, με πετρόκτιστους νερόμυλους και ομορφοαραδιασμένες ξερολιθιές, με τα πουλιά να κελαηδούν ασταμάτητα και το γαλάζιο ουρανό να αγωνίζεται να υπερνικήσει το πράσινο της φύσης, είναι κτισμένος ο οικισμός Μούσαι (Μούσες) ή Μούσι, όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι.
Απ' όπου κι αν προέρχεται το όνομα τους είναι ένα πραγματικά υπέροχο χωριό του Μυλοποτάμου, σε κοντινή απόσταση
από τα Μουρτζανά, βγαλμένο από παραμύθι όπως βλέπετε και στο σχετικό
φωτογραφικό υλικό.
Γιατί όμως αυτός ο επίγειος παράδεισος εγκαταλείφθηκε;
Η ιστορία του χωριού αυτού δε διαφέρει σε σχέση μ' εκείνη άλλων έρημων οικισμών της Κρήτης. Η απουσία σχολείου, η αστυφιλία, η εγκατάλειψη του αγροτικού επαγγέλματος, η αδυναμία των κατοίκων να επιβιώσουν στη σύγχρονη εποχή παλεύοντας με τα στοιχεία της φύσης σ’ ένα τόπο όπου το χώμα ήταν λιγοστό και για να το συγκρατήσουν έκτιζαν ξερολιθιές, τράφους όπως λέμε στο νησί, έτσι ώστε να διαμορφώσουν μικρά περβολάκια για ξινόδεντρα, κηπευτικά και να διατηρήσουν τις ελιές τους ζωντανές, βοήθησαν ώστε σιγά σιγά το χωριό αυτό να χάσει τους κατοίκους του.
Σημαντικός παράγοντας, ίσως και καθοριστικός, η παύση χρήσης των
νερόμυλων που έδιναν ζωή στον τόπο. Λένε πως οι Μούσες διέθεταν 4-5 νερόμυλους
που άλεθαν τα σιτηρά της ευρύτερης περιοχής και καθιστούσαν τον οικισμό τόπο
συνάντησης ανθρώπων απ' όλα τα γύρω χωριά.
Πρώτη φορά αναφορά στις Μούσες βλέπουμε το 1881, στην τότε
απογραφή που τον ενέτασσε στο δήμο Αυδανιτών. Το 1940 τον συναντάμε τελευταία
φορά σε απογραφή, μια και λίγα χρόνια αργότερα εγκαταλείφθηκε.
Το χωριό, στην ακμή του, είχε μπακάλικο, καφενείο, κουρείο
ενώ κόσμος πήγαινε κι ερχόταν στους νερόμυλους. Μάλιστα ο ένας εξ αυτών διατηρείται
ακόμα μέσα στο χωριό δίπλα σ' ένα τεράστιο πλατάνι.
Τα δέντρα στην περιοχή μαζί με το νερό είναι το κυρίαρχο
στοιχείο και ο πλούτος τους είναι τόσο μεγάλος που υπήρχε και μαντινάδα
σχετική:
«Απούχει θηλυκό παιδί στο Μούσαι μην το δώσει, γιατί
γοργοβραδιάζει ο Θεός κι αργεί να ξημερώσει».
Τα ψηλά δέντρα πολύ γρήγορα στη διάρκεια της ημέρας κάλυπταν
με το πλούσιο φύλλωμα τους στις ακτίνες του ήλιου κι έτσι από νωρίς στις Μούσες
έπεφτε το σκοτάδι.
Βέβαια εκεί οι γυναίκες μπορεί να κλείνονταν νωρίς στα
σπίτια τους αλλά είχαν άλλα προνόμια, όπως για παράδειγμα τρεχούμενο νερό μέσα
στο νοικοκυριό τους κι έτσι δεν κουβαλούσαν όπως άλλες γυναίκες σε χωριά της Κρήτης.
Σήμερα οι Μούσες είναι έρημες, τα πέτρινα σπίτια τους, με τα καλοσμιλεμένα πελέκια στις πόρτες και τα παράθυρα, χωρίς
στέγες μοιάζουν να τις γκρέμισαν, επί τούτου, για να τραβούν στη διάρκεια της ημέρας το
λιγοστό ήλιο στο εσωτερικό τους από τη στιγμή που χάθηκε η ζωή από τις καμαρούλες
τους.
Παραμένει ωστόσο το χωριό αυτό ένας πρώτης τάξεως προορισμός
για βόλτα και περπάτημα, μια ανάσα δροσιάς και γαλήνης σε ένα τοπίο που δεν συναντά
κανείς εύκολα στην Κρήτη.
Δείτε επίσης:
Το όμορφο και καταπράσινο φαράγγι των Μουρτζανών στο Μυλοπόταμο
Ο ναός της Αγίας Παρασκευής στα Μουρτζανά Μυλοποτάμου
Ο βυζαντινός ναός του Δεσπότη Χριστού έξω από το Μουρτζανά Μυλοποτάμου
Η αρμονική συνύπαρξη βυζαντινής, βενετσιάνικης & οθωμανικής αρχιτεκτονικής στα Μουρτζανά