Την κυρία Καλλιόπη Δρακάκη τη γνωρίσαμε στο Μαθέ Αποκορώνου. Είναι μια 95χρονη γυναίκα που ζει μόνη της στο χωριό καθώς και τα πέντε παιδιά της έχουν μετακομίσει και φτιάξει στις ζωές τους στην Αμερική.
Η ηλικιωμένη γυναίκα, είχε τα κλειδιά των εκκλησιών που θέλαμε να δούμε στο Μαθέ κι έτσι μας συνόδευσε στη βόλτα μας έχοντας έτσι την ευκαιρία να τη γνωρίσουμε καλύτερα.
Τη βρήκαμε στο σπίτι της, απέναντι από την ενοριακή εκκλησία του χωριού, να προσέχει τα κλωσοπουλάκια της που μόλις είχαν "σκάσει μύτη" από τα αυγά τους κι είχε μια ανησυχία όταν τα άφησε μήπως τα φάει ο κάτης, όπως μας είπε.
Παρά τα 95 της χρόνια κάναμε μια μεγάλη βόλτα φθάνοντας μέχρι την εκκλησία του Αγίου Ευστρατίου που βρίσκεται σε αγροτική τοποθεσία με την κ. Καλλιόπη σχεδόν να τρέχει από τη λαχτάρα της να φθάσει στον αγαπημένο της Άγιο. Εξάλλου εκείνη πρωτοστάτησε ώστε η εκκλησία του, που έχει μια ιδιαίτερη ιστορία, να αναστυλωθεί. Ήθελε, όπως μας περιέγραφε να πάει να ανάψει τα καντήλια του μέρες πριν αλλά η πόρτα είχε μαγκώσει και δεν μπορούσε να την ανοίξει.
Επιστρέφοντας στο χωριό και βλέποντας από κοντά και τον ενοριακό ναό του Αγίου Γεωργίου μάθαμε την ιστορία της ζωής της κ. Καλλιόπης και στ’ αλήθεια εντυπωσιαστήκαμε. Καμιά φορά μιλάμε για τις δυσκολίες της δικής μας ζωής όμως μπροστά σ' αυτά που έχουν ζήσει οι γενιές πριν από εμάς, αυτό που χαρακτηρίζουμε δυσκολία δεν είναι τίποτα…
Η κ. Καλλιόπη από μικρό παιδί, λόγω ανέχειας της οικογένειας της, πήγε να δουλέψει ως φαμέγια στο σπίτι ενός δασκάλου στη Βάμο, ενός καλού ανθρώπου, όπως η ίδια λέει που τακτικά τη νουθετούσε και της φερόταν με ευγένεια.
Οι φαμέγιοι στην Κρήτη δεν ήταν τίποτα άλλο από υπηρέτες που ζούσαν στο σπίτι ή στο κτήμα όπου εργάζονταν. Δούλευαν σκληρά για το ψωμί που έτρωγαν γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα πεινούσαν.
Στη συνέχεια, ως φαμέγια πάλι, βρέθηκε στο μετόχι ενός ξαδέλφου της.Όταν μεγάλωσε και παντρεύτηκε απόκτησε 5 παιδιά ενώ συνολικά στη ζωή της μεγάλωσε, μαζί με τα δικά της, τα εγγόνια της και τα ξένα παιδιά, 17 ψυχές.
Κάποια στιγμή ταξίδεψε και ως την Αμερική, στο Σικάγο, όπου παντρεύτηκε μια από τις κόρες της. Στο Σικάγο ζουν πλέον τα τέσσερα παιδιά της ενώ ένας γιός της μένει στη Νέα Υόρκη. Στο Σικάγο δούλεψε για καιρό σ’ ένα εργοστάσιο ενώ βοηθούσε και στο μεγάλωμα των εγγονιών της.
Η Αμερική όμως δεν ήταν η πατρίδα της κι έτσι γύρισε πίσω στην Κρήτη όπου ζει ολομόναχη στο σπίτι της σ’ ένα χωριό με λιγοστούς κατοίκους. Η μοναξιά, όσο την κρατούν όρθια τα πόδια της, μοιάζει να μην την ενοχλεί. Καταγίνεται καθημερινά με τις δουλειές του σπιτιού της κι έτσι ξεχνιέται.
Χαμογελαστή και με τη γνήσια ευγένεια που χαρακτηρίζει τους απλούς ανθρώπους στα χωριά της Κρήτης, τελειώνοντας τη βόλτα, μας αποχαιρέτισε και πριν φύγουμε της υποσχεθήκαμε ότι θα επιστρέψουμε το καλοκαίρι να τη δούμε ξανά. Τότε γυρνάει και μας λέει: «Μα δεν σας έδειξα το σπίτι μου». Την κοιτάξαμε με απορία γιατί από το σπίτι της την είχαμε παραλάβει και δεν καταλάβαμε τι ήθελε να μας πει. Της απαντήσαμε λοιπόν πως ξέρουμε που είναι το σπίτι της. «Όχι αυτό» μας ανταπαντάει, και μας δείχνει χαμογελώντας προς την πλευρά του νεκροταφείου, όπου η οικογένεια της διατηρεί τάφο. Παγώσαμε προς στιγμήν αλλά το χαμόγελο της δεν μας άφησε περιθώρια θλίψης, ήταν απόλυτα συμβιβασμένη με την ιδέα του θανάτου και έδειχνε πως όποια στιγμή κι αν ερχόταν θα ήταν καλοδεχούμενος.
Τη θαυμάσαμε για το σθένος της, δεν έζησε μια εύκολη ζωή και τώρα στα γεράματα της είναι μόνη, από επιλογή, και πλήρως συνειδητοποιημένη... μια δυνατή Κρητικιά παράδειγμα για εμάς που στην πρώτη δυσκολία "γονατίζουμε" και νομίζουμε πως μόνο το δικό μας σπιτικό κατατρέχει η κακοτυχία.
Δείτε επίσης:
Ο 'Αγιος Ευστράτιος στο Μαθέ Αποκορώνου και η ιστορία με το αφορεσμό που τον γκρέμισε
Ο ναός του Αγίου Αντωνίου στο Μαθέ Αποκορώνου αγκαλιασμένος από τις εντυπωσιακές ρίζες χαρουπιάς