Η κορυφή Ρουκούνη, πάνω από το Χόνδρο της Βιάννου, προσφέρει απεριόριστη θέα προς τα Αστερούσια, τη νοτιοανατολική πλευρά της μεσαρίτικης πεδιάδας και το Νότιο Κρητικό Πέλαγος.Δεν είναι λοιπόν τυχαία εκεί η δημιουργία μιας φρυκτωρίας.
Ο Νικόλαος Πλάτωνας επιβεβαίωσε με την αρχαιολογική του
σκαπάνη την ύπαρξη της, και όπως έγραψε κατά τον εντοπισμό της, τη θέση του
υπέδειξαν οι ντόπιοι οι οποίοι μη γνωρίζοντας περί τίνος επρόκειτο έπαιρναν στις
έτοιμες πέτρες και έφτιαχναν μάντρες για τα πρόβατα τους.
Πριν την έρευνα, γράφει ο Πλάτωνας, ο χώρος έμοιαζε ως ένας τεράστιος σωρός από πέτρες περικλειόμενος από ένα πέτρινο δακτύλιο. Η αρχική
σκέψη ήταν μήπως επρόκειτο για γιγαντιαίο θολωτό τάφο, όμοιο μ' εκείνους στην
πεδιάδα της Μεσαράς, που όχι σπάνια υπήρχαν και σε υψώματα.
Την εκδοχή αυτή ενίσχυε η παρουσία σε κοντινές αποστάσεις πρωτομινωικών οικισμών (Μπουμπούλι, Αμύγδαλος, Κάστελλος).Μάλιστα στο σημείο βρέθηκε κι ένας πέτρινος ταύρος που θύμισε πρωτομινωικά γλυπτά.
Όμως όσο προχωρούσε η ανασκαφή αποδεικνύονταν πως ήταν άλλου είδους κτίσμα και άλλης περιόδου, μοναδικό στο είδος του.
Έτσι ήταν η φρυκτωρία αμέσως μετά την ανασκαφή της από το Ν. Πλάτωνα |
Το οικοδόμημα είναι ένας τέλειος κύκλος με διάμετρο 13 μέτρα
και εσωτερική 11.30 μέτρα, με πάχος τοιχωμάτων στα 80 εκατοστά. Έχει είσοδο στη
νότια πλευρά του. Τα τοιχώματα του ήταν φτιαγμένα από πέτρες με συνεκτική ύλη τη
λάσπη.
Αφού αφαιρέθηκαν οι επιχώσεις διαφάνηκε και ο δεύτερος δακτύλιος με τοιχώματα 55 εκατοστών σε πάχος, ο οποίος σώζονταν σε ένα μέτρο ύψος και έφερε δυο ανοίγματα.
Η ανασκαφή του κεντρικού κύκλου έδειξε ξεκάθαρα και τη φύση του κτίσματος ως πύργου φρυκτωρίας που έφερε πλακόστρωση.
Στο κέντρο του υπήρχε μάλιστα δισκοειδής πλακόστρωτος χώρος με άφθονη τέφρα όπου προφανώς άναβαν τη φωτιά . Ένας καδοειδής πύραυνος (φουφού) φαίνεται να χρησίμευε για την αναζωογόνηση της φωτιάς.
Τα όστρακα και σκεύη που μαζεύτηκαν από το σημείο
επιβεβαίωσαν πως η κατασκευή του πύργου της φρυκτωρίας έγινε κατά τους ελληνιστικούς
ή πρώιμους ελληνορωμαικούς χρόνους.
Ο Νικόλαος Πλάτωνας περιγράφει πως ο κεντρικός χώρος τη
φρυκτωρίας πρέπει να ήταν ακάλυπτος και δια της θολωτής κατασκευής του έξω
τοίχου, μέχρι τον εσωτερικό δακτύλιο,
σχηματίζονταν ένα είδος περιφερειακής σήραγγας με τέσσερα διαμερίσματα
που χρησιμοποιούσαν οι φρουροί και συντηρητές της φωτιάς.
Την ημέρα η καύση χλωρών φυτών θα προκαλούσε πυκνό καπνό ενώ
τη νύχτα η λάμψη της φλόγας που άναβε από τα φρύγανα που έκαιγαν θα ήταν ορατή
από μεγάλη απόσταση.
Η συγκεκριμένη φρυκτωρία χρησιμοποιήθηκε εκτός από τους ελληνιστικούς
και ελληνορωμαϊκούς χρόνους και καθόλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου και στους
μεταβυζαντινούς χρόνους, όπως προκύπτει από μολύβδινα σκεύη που βρέθηκαν στο
σημείο.
Ο ιστοριοδίφης Γεώργιος Ν. Θεοδοσάκης σε μια ενδιαφέρουσα
μελέτη του με τίτλο Η ιερή κορυφή του Χόνδρου διατυπώνει μια διαφορετική άποψη
για τη χρήση του χώρου . Γράφει πως ήταν ένα καλοδιατηρημένο Μινωικό Ιερό
Κορυφής κι όχι πύργος φρυκτωρίας.
Ουδείς μπορεί να αποκλείσει καμιά από τις δυο χρήσεις,
δηλαδή ιερό κορυφής κατά τους μινωικούς και κλασικούς χρόνους και στη συνέχεια
φρυκτωρία, λόγω της περίοπτης θέσης τόσο προς τη θάλασσα όσο και προς την ενδοχώρα.
Εκείνο πάντως που πρέπει σήμερα να επισημάνουμε είναι η εγκατάλειψη του χώρου. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία είχε απαιτήσει να διανοιχθεί αγροτικός δρόμος ώστε να μπορεί εκεί κοντά να προσεγγίσει όχημα. Ο δρόμος έγινε όμως έκτοτε καμία μέριμνα δεν υπήρξε για τη συντήρηση της ανασκαφής. Αντίθετα η περιοχή όπως και όλοι οι κοντινοί λόφοι περιφράχθηκαν από βοσκό κι έγιναν βοσκοτόπι που για να περάσει κανείς πρέπει να ζητήσει άδεια. Ο πύραυνος στο κέντρο της φρυκτωρίας έσπασε ενώ όλοι μας χάνουμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε μια τόσο εντυπωσιακή φρυκτωρία και τη θέα που προσφέρει.
(Πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του Αντώνη Εμμ. Στιβακτάκη με τίτλο "Ο Χόνδρος Βιάννου στα μονοπάτια της Ιστορίας", έκδοση του Συλλόγου Απανταχού Χονδριγιανών "Το Κεφάλι")