Η Ροδάνθη ήταν μια νεαρή κοπέλα που έγραψε τη δική της ιστορία με
τη γενναιότητα και την ξεχωριστή προσωπικότητα της στην περιοχή της Κριτσάς, στο
Λασίθι.
Έζησε την περίοδο της Τουρκοκρατίας και την ιστορία της μετέφερε
στο ευρύ κοινό ο λαϊκός δραματουργός Μιχάλης Διαλλινάς ή Διαλλινομιχάλης μέσα
από τους στίχους του έργου του «Κριτσωτοπούλα».
Σύμφωνα λοιπόν με τον Διαλλινομιχάλη, η Ροδάνθη, κόρη του
πρωτόπαπα της Κριτσάς, σε ηλικία πέντε ετών οδηγήθηκε από τον πατέρα της στο
τότε κρυφό σχολείο, που λειτουργούσε μοναστήρι της Παναγίας Φανερωμένης, με
σκοπό να μορφωθεί και να γίνει δασκάλα.
Μετά από τρία χρόνια παραμονής στη μονή ο πατέρας της την
πήρε πίσω στην Κριτσά και καθώς ήταν μοναχοκόρη έμαθε δίπλα στη μητέρα της την
τέχνη του αργαλειού καθώς και τις υπόλοιπες δουλειές του νοικοκυριού.
Μία μέρα, ενώ η Ροδάνθη ύφαινε στον αργαλειό της και
τραγουδούσε, πέρασε από την Κριτσά ένας πασάς από το Χουμεριάκο που ονομαζόταν
Χουρσίτ.
Ακούγοντας το γλυκό και όμορφο τραγούδι της κοπέλας την
ερωτεύτηκε και μόλις επέστρεψε πίσω στο Χουμεριάκο διέταξε ένα από τα
πρωτοπαλίκαρα του, τον Ομέρ αγά, να πάρει τους καλύτερους άντρες του και να
απαγάγουν την Κριτσωτοπούλα.
Οι άντρες του πασά, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός οτι ο
πατέρας της και τα παλικάρια της Κριτσάς βρίσκονταν εκτός χωριού και
συγκεκριμένα στις Τάπες για την κηδεία ενός αγωνιστή, μπήκαν στο σπίτι του
πρωτόπαπα και άρπαξαν την Ροδάνθη.
Η μητέρα της για να σώσει το παιδί της άρχισε να φωνάζει και
φοβούμενος ο Ομέρ ότι θα την άκουγαν, την αποκεφάλισε μπροστά στα μάτια της
κόρης της.
Οι Τούρκοι πολεμιστές επέστρεψαν στο Χουμεριάκο και το
επόμενο βράδυ ο πασάς παντρεύτηκε την κοπέλα. Εκείνη τη νύχτα η Ροδάνθη, με την
ομορφιά και της εξυπνάδα της, κατάφερε να ξελογιάσει τον Πασά και να του
αρπάξει το μαχαίρι με το οποίο τον έσφαξε πριν καν την ακουμπήσει.
Για να καταφέρει να βγει από το σπίτι ντύθηκε με τα ρούχα
του και ως άντρας κατάφερε να φθάσει μέχρι τα Ζένια. Εκεί λέει, η ιστορία, πως
έκοψε την πλεξούδα της για να μοιάσει ακόμα περισσότερο με αρσενικό και
την άφησε ως τάμα στο μοναστήρι του
Αγίου Ιωάννη.
Πλέον είχε θέσει ως στόχο ζωής να εκδικηθεί τους Οθωμανούς.
Αναζήτησε την αντάρτικη ομάδα του Καπετάν Καζάνη και τη βρήκε με τη βοήθεια ενός
ιερέα.
Εκεί συστήθηκε ως Μανωλιό κι επειδή δεν είχε γένια κι ήταν
άτριχη άρχισαν να τη φωνάζουν Σπανομανώλη.
Ο Σπανομανώλης δεν άργησε να πάρει τη φήμη ατρόμητου
παλικαριού καθώς σε όλες τις αποστολές και επιχειρήσεις που του ανατέθηκαν
διακρινόταν για την ανδρεία του και τη μανία με την οποία σκότωνε τον
εχθρό.
Το μνημείο στην Κουτάραντο |
Η ταυτότητα της Κριτσωτοπούλας παρέμεινε άγνωστη μέχρι τον
Γενάρη του 1823, όταν σε μια μάχη με τους Τουρκοαιγυπτίους του Χασάν πασά, στην τοποθεσία Κουτάραντος, κοντά στην αρχαία πόλη της Λατούς, τραυματίστηκε
βαριά.
Πριν τραυματιστεί όμως είχε καταφέρει να σκοτώσει τον φονιά
της μητέρας της, τον Ομέρ πασά.
Τραυματισμένη βαριά η Ροδάνθη μεταφέρθηκε στην Κριτσά και
λέγεται πως την πήγαν να την φροντίσει ο πρωτόπαπας του χωριού χωρίς να ξέρει πως ήταν κόρη του.
Εκεί, όμως όλοι κατάλαβαν πως ο ατρόμητος Σπανομανώλης ήταν γυναίκα και μάλιστα η
Ροδάνθη κόρη του πρωτόπαπα. Δυστυχώς τα τραύματα της ήταν πολύ
σοβαρά και ξεψύχησε στα χέρια του πατέρα της, ο οποίος από τη θλίψη του έσβησε
την ίδια ώρα, μαζί της.
Οι Κριτσώτες τους έκλαψαν και τους δύο και τους έθαψαν στο ίδιο μνήμα που
είχε θαφτεί και η μητέρα της Ροδάνθης, στον Πρόδρομο, το νεκροταφείο της Κριτσάς.
Στο μνημείο που στήθηκε στο σημείο όπου έγινε η μεγάλη μάχη
στην Κουτάραντο εικονίζεται λαβωμένη η Ροδάνθη στα χέρια ενός πολεμιστή.
Στην Κριτσά σήμερα λειτουργεί, στο σπίτι της Ροδάνθης, Ιστορικό
και Λαογραφικό Μουσείο που φέρει το όνομα της.
(Πληροφορίες αντλήθηκαν από την ιστοσελίδα της Κριτσάς)