Πάνω από τον οικισμό του Ροτασίου του Δήμο Αρχανών Αστερουσίων, και σε ύψωμα που οι ντόπιοι
αποκαλούν Κεφάλα φέρεται να υπήρχε κατά την αρχαιότητα μια σπουδαία πόλη, το
Ρύτιον.
Στην Ιλιάδα ο Όμηρος κάνει αναφορά σε επτά κρητικές πόλεις
που πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο, με αρχηγό τον Ιδομενέα, ανάμεσά τους η
Φαιστός και το Ρύτιον, «χώρες λαμπρές», όπως τις ονομάζει.
Το σημερινό Ροτάσι του Δήμου Αρχανών Αστερουσίων διασώζει
παραλλαγμένο έως τις μέρες μας το όνομα εκείνης της πόλης, που φέρεται να ήταν
κτισμένη στο ύψωμα.
Παρότι αρκετά διάσπαρτα απομεινάρια της είναι ορατά στην Κεφάλα δυστυχώς δεν έχει γίνει μια συστηματική ανασκαφή που να αποκαλύψει το πλήρες μέγεθος και τον πλούτο που εικάζεται πως διέθετε το Ρύτιον. Ο Πολιτιστικός Σύλλογος του Ροτασίου κατά καιρούς ανακινεί το θέμα και ζητά από την Αρχαιολογική Υπηρεσία να προβεί
σε ανασκαφές, όμως η προσπάθεια σκοντάφτει στο οικονομικό...
Από τις λιγοστές σωστικές ανασκαφές και τυχαία ευρήματα που ήλθαν στο φώς έχει
γίνει, βέβαια, μια προσπάθεια ανασύνθεσης της ιστορίας του Ρυτίου, την οποία εμπλούτισαν
κατά καιρούς και οι διάφοροι περιηγητές που πέρασαν από εκεί.
Ο Robert Pashley, το 1833, και ο Thomas Spratt, το 1865, επισκέφθηκαν την περιοχή και επεσήμαναν τη σπουδαιότητα του χώρου.Ο Spratt είχε διακρίνει αρχιτεκτονικά λείψανα της αρχαίας πόλης και την ταύτισε με το αρχαίο Ρύτιον, άποψη που αποδέχτηκε και ο Arthur Evans, που περπάτησε σε αυτά τα μέρη, όπως επίσης και ο Ιταλός αρχαιολόγος Lucio Mariani, στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο τελευταίος μάλιστα εκτίμησε πως υπήρχε μάλλον «μέγαρο» στην πόλη του Ρυτίου.
Τι έχει έλθει στο φως
Τα παλαιότερα χρονολογικά ευρήματα στο Ροτάσι έχουν αποκαλυφθεί στην περιοχή «Ασπρολίβαδα». Πρόκειται για ένα σημαντικό θησαυρό χάλκινων, μινωικών εργαλείων και όπλων.
Ο θησαυρός αποτελείται από σμίλες, κοπείς, δίστομους πελέκεις, ένα πριόνι και έναν εκδορέα για την κατεργασία του δέρματος, καθώς και μια αιχμή δόρατος.Στο χώρο που βρέθηκε διαπιστώθηκε η ύπαρξη εκτεταμένης μινωικής εγκατάστασης.
Πρωιμότερα χρονολογικά είναι τα πέντε λίθινα αγγεία από οφείτη, της μεσομινωικής περιόδου , τα οποία προέρχονται από την περιοχή «Λειβαδίτης».
Το 1954 αποκαλύφθηκε, εξάλλου, θολωτός τάφος πρωτογεωμετρικών χρόνων
στη θέση «Εμπασός». Περιείχε περίπου τριάντα αγγεία γνωστών τύπων της
εποχής καθώς και δύο πολύ ενδιαφέροντα ειδώλια μορφών με υψωμένα τα χέρια.
Στην ίδια θέση αποκαλύφθηκε το 1993 δεύτερος τάφος, όμοιος
με τον προηγούμενο. Πρόκειται δηλαδή για κτιστό, υπόγειο, θολωτό τάφο, ο οποίος
όμως δυστυχώς δεν είχε αποφύγει τη σύληση από αρχαίους ή σύγχρονούς μας αρχαιοκάπηλους.
Αγγεία και μικροαντικείμενα βρέθηκαν διάσπαρτα στο δάπεδο μαζί με υπολείμματα οστών, τα οποία ανήκουν σε δύο διαφορετικούς σκελετούς πιθανόν γυναίκας και παιδιού. Περιείχε μόλις 15 αγγεία, χάντρες από φαγεντιανή και μια χάλκινη περόνη.Εντύπωση προκαλούν τα πολλά θήλαστρα που βρέθηκαν στον τάφο, τα οποία προφανώς ανήκαν στο μικρό παιδί που ενταφιάστηκε ίσως μαζί με τη μητέρα του.
Οι δύο παραπάνω θολωτοί τάφοι τεκμηριώνουν την ύπαρξη νεκροταφείου γεωμετρικών χρόνων, ενώ η αποκάλυψη ταφών σε πίθους κατά τη διάρκεια των εργασιών για τη διάνοιξη του δρόμου Πύργου – Ροτασίου επιβεβαιώνουν τόσο τη θέση του όσο και την έκτασή του.
Ο Νικόλαος Πλάτων το 1958 ανέσκαψε έναν ακόμη θολωτό τάφο, ετούτη
τη φορά όμως στην πεδιάδα, βόρεια του χωριού. Ο τάφος ξεχωρίζει λόγω του μεγέθους
του καθώς η εξωτερική διάμετρός του είναι 2,50 μέτρα.
Βρέθηκε αδιατάρακτος με το φράγμα της εισόδου και τα αγγεία στο εσωτερικό στη θέση τους. Περιείχε περίπου 250 αγγεία, από τα οποία πολλά είναι κάλπες που περιείχαν την τέφρα των νεκρών και τα υπόλοιπα αμφορείς, πρόχοι και μικρότερου μεγέθους αγγεία. Όλα τα αγγεία σώζονται σε άριστη κατάσταση και τα περισσότερα είναι διακοσμημένα.Οι ταφές υπολογίζεται ότι ήταν πάνω από σαράντα. Στο κέντρο περίπου του τάφου υπήρχε μία πήλινη ακόσμητη σαρκοφάγος.
Φαίνεται πως στα γεωμετρικά χρόνια υπήρχε εκτεταμένη οικιστική εγκατάσταση στην περιοχή, η οποία πιθανότατα βρισκόταν στο λόφο της Κεφάλας.Αν και ο οικισμός δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί, μιας τέτοιας έκτασης νεκροταφείο δε μπορεί παρά να ανήκει σε έναν ανάλογης έκτασης οικισμό.
Μπορούμε να μιλήσουμε πιθανόν ακόμη και για πόλη, η φήμη της
οποίας είχε φτάσει αρκετά μακριά, ώστε να είναι γνωστή και στον Όμηρο.
Αν και ο Όμηρος μνημονεύει το Ρύτιον ως «χώρα λαμπρή», με το πέρασμα των αιώνων χάνει όχι μόνο τον πλούτο και τη λάμψη της, αλλά και την αυτονομία της με αποτέλεσμα να ενσωματωθεί στην επικράτεια της Γόρτυνας με το καθεστώς της κώμης.Ο Στράβων στο δέκατο βιβλίο του έργου του με τίτλο «Γεωγραφικά», αναφέρει: «….Γορτυνίων δ’ εστί και το Ρύτιον, συν τη Φαιστώ….».
Σύντομες και κυρίως επιφανειακές έρευνες στην περιοχή του Ρυτίου
επιβεβαιώνουν την παρουσία του στην κλασική και ελληνιστική εποχή.
Είναι εύκολο για όποιον αποφασίσει να ανέβει και να περπατήσει
στην Ροτασανή Κεφάλα να δει τα απομεινάρια των τοίχων καθώς και τους σωρούς από πέτρες προερχόμενες από την
καταστροφή των κτιρίων που υπήρχαν εκεί..
Αναλημματικοί τοίχοι περιτριγυρίζουν το λόφο, ειδικά στη
βόρεια πλευρά του, ενώ τμήματα της οχύρωσης
σώζονται στη Β και ΒΔ πλευρά.
Στην κορυφή εντοπίζεται και η Ακρόπολη του Ρυτίου. Τα ερείπια αυτά είναι δύσκολο να χρονολογηθούν με ακρίβεια χωρίς ανασκαφικά δεδομένα.Τα διάσπαρτα όμως όστρακα που βρίθουν στην περιοχή, βεβαιώνουν την παρουσία κατοίκων στα κλασικά και ελληνιστικά χρόνια .
Ο Σκύλιος Δίας
Η αρχή της ρωμαϊκής εποχής στην Κρήτη τοποθετείται στο 67
π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι κατακτούν το νησί. Οι Ρωμαίοι αναγνωρίζουν το νομικό
καθεστώς της «πόλεως» και σε κώμες. Μια τέτοια γνωστή κώμη είναι και το Ρύτιον.
Η αναγνώριση αυτή πιθανόν οφείλεται στην ύπαρξη ιερού
αφιερωμένο στο σημαντικό για τους Ρωμαίους θεό, το Σκύλιο Δία,σύμφωνα με
επιγραφή που βρέθηκε στο Ροτάσι και παραδόθηκε στο Μουσείο Ηρακλείου από τον
Ιταλό αρχαιολόγο Giuseppe Gerola στις αρχές του 20ου αιώνα.
Στην επιγραφή, η οποία χρονολογείται στην εποχή του
Αυτοκράτορα Αδριανού αναφέρεται το ιερό του Διός Σκυλίου στην περιοχή «της Ρυτιασίων
κώμης και Πύργου», τα κτήματα του ιερού καθώς και ο ιερέας του, ο
επονομαζόμενος Άμβρος.
Η επιγραφή πιστοποιεί
την ύπαρξη του Ιερού στην περιοχή, το μοναδικό σε ολόκληρη την Κρήτη αφιερωμένο
στο Δία Σκύλιο, τουλάχιστον με τα μέχρι σήμερα δεδομένα.
Η επόμενη τεκμηριωμένη παρουσία στο χώρο χρονολογείται στα βυζαντινά χρόνια.Στην κορυφή του λόφου της Κεφάλας υψώνεται ο ναός του Αγίου Ευμενίου.
Ο σημερινός ναός χτίστηκε το 1941, όπως μας πληροφορεί η
επιγραφή στην είσοδο, πάνω στα ερείπια παλαιότερης αλλά κατεστραμμένης
βυζαντινής εκκλησίας.
Χαμηλότερα και σε πολύ μικρή απόσταση προς τα ΝΑ του Αγίου
Ευμενίου, βρίσκεται άλλη, ερειπωμένη σήμερα βυζαντινή εκκλησία αφιερωμένη στον
Άγιο Ιωάννη.
Οι εκκλησίες στην Κεφάλα του Ροτασίου δεν αποτελούσαν
εξωκλήσια, αλλά μέρος του οικιστικού συνόλου.
(Πληροφορίες αντλήθηκαν από την ιστοσελίδα του Πολιτιστικού Συλλόγου Ροτασίου "Το Ρύτιον", βασισμένες σε αποσπάσματα εργασίας της αρχαιολόγου Μαρίνας Βελεγράκη με τίτλο: "ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΡΥΤΙΟΝ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΡΟΤΑΣΙ: ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ")
Δείτε επίσης:
Το ξωκλήσι του Αγ. Ευμενίου στη Ροτασανή Κεφάλα-Κτισμένο στα ερείπια βυζαντινού ναού
Ο ερειπωμένος βυζαντινός ναός του Αγίου Ιωάννου στη Ροτασανή Κεφάλα