Ένα ειδώλιο που δεν μπορείς να προσπεράσεις χωρίς να
παρατηρήσεις προσεκτικά και χωρίς να συμφωνήσεις πως ο καλλιτέχνης που το
δημιούργησε κατάφερε να αποδώσει πλήρως αυτό ακριβώς που του ζήτησαν οι γονείς του
μικρού νεκρού παιδιού, του οποίο συνόδευσε την ταφή.
Η ανδροσειρήνα, που βλέπουμε σε προθήκη στην αίθουσας 19 του
Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου, είναι ένα ειδώλιο της Αρχαϊκής περιόδου και προέρχεται από την
ανασκαφή στο Βόρειο Νεκροταφείο της Κνωσού ενώ εντοπίστηκε το 1982 κατά τις εργασίες
για επέκταση των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου.
Η αρχαιολόγος Νώτα
Δημοπούλου είχε τότε την ευθύνη της ανασκαφής του τάφου που αποκάλυψε αυτό το
ξεχωριστό εύρημα.
Όπως διαβάζουμε, στην επεξηγηματική πινακίδα της προθήκης, οι
σειρήνες ήταν φανταστικά όντα με σώμα αρπακτικού πτηνού και γυναικεία κεφαλή
και απέκτησαν από την Αρχαϊκή περίοδο ταφικό συμβολισμό.
«Στην εικονιζόμενη εκδοχή η σειρήνα αποδίδεται με κεφάλι ανδρικής μορφής με τυπική
κόμμωση.
Το στηθοκόπημα εκφράζει παραστατικά την οδύνη, όπως επίσης
και το ορθάνοιχτο στόμα που αποτελεί το διαχρονικό σύμβολο της κραυγής και του
θρήνου για την απώλεια αγαπημένου προσώπου.
Συνόδευε παιδική ταφή. Κνωσός -Βόρειο Νεκροταφείο. Αρχαϊκή
περίοδος, 700 π.Χ.»
Πραγματικά η έκφραση πόνου και οδύνης είναι εντυπωσιακή πάνω
στο συγκεκριμένο ειδώλιο κι είναι ουσιαστικά αυτή των γονιών του
μικρού παιδιού που ετάφη πρόωρα και αδόκητα βυθίζοντας στο πένθος την
οικογένεια του.
Οι γονείς θέλησαν αυτά τους τα συναισθήματα να συνοδεύσουν
το τέκνο τους στο τελευταίο του ταξίδι, το ταξίδι του αποχωρισμού, γι αυτό και παρήγγειλαν να φτιαχτεί η
ανδροσειρήνα με αυτό τον τρόπο.
Λέγεται πως οι σειρήνες ήταν συνοδοί της χθόνιας θεότητας Περσεφόνης και ως εκ τούτου είχαν στενή σχέση με τον κόσμο των νεκρών. Έτσι μπορούσαν ως ειδώλια να αποδώσουν με πιο έντονο και εκφραστικό τρόπο το θάνατο και τη θλίψη που τον συντροφεύει.