Στη βόρεια είσοδο του κόλπου της Ελούντας, σε θέση κλειδί
για τον έλεγχο του φυσικού λιμανιού της, βρίσκεται η νησίδα της Σπιναλόγκας, ένας
τόπος με μακρά ιστορία που υποδέχεται χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο.
Το νησάκι οχυρώθηκε κατά την αρχαιότητα, το πιθανότερο κατά
την ελληνιστική περίοδο, με μεγάλο οχυρωματικό περίβολο.
Πάνω στα ερείπια αυτού
του αρχαίου κάστρου οι Βενετοί οικοδόμησαν ισχυρό φρούριο, που σχεδιάστηκε
σύμφωνα με την οχυρωματική πρακτική του προμαχωνικού συστήματος από τον Genese
Bressani και τον Latino Orsini.
H πρώτη φάση οικοδόμησης του φρουρίου διήρκεσε από το 1579 έως το 1586. Επισκευές και μετατροπές στο φρούριο έγιναν πριν και κατά τη
διάρκεια του Κρητικού πολέμου (1645-1669).
Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας το φρούριο χρησιμοποιήθηκε
για στρατιωτικούς σκοπούς. Τα κτίσματα που υπήρχαν στο εσωτερικό του κάλυπταν
τις ανάγκες εγκατάστασης της φρουράς.
Την περίοδο του κρητικού πολέμου (1645-1669) κατέφυγαν στη
Σπιναλόγκα πρόσφυγες και επαναστάτες (χαΐνηδες), που έχοντας την ως βάση παρενοχλούν τους Τούρκους.
Η δράση τους διήρκεσε όσο οι Ενετοί κατείχαν το φρούριο αφού
με την συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα το 1669 η Σπιναλόγκα παρέμεινε στην
κυριότητα της Βενετίας.
Μετά την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους, το 1715, στη Σπιναλόγκα διαμορφώνεται σταδιακά ένας οικισμός αμιγώς οθωμανικός.Κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας το φρούριο περιθωριοποιείται και χρησιμοποιείται ως τόπος εξορίας και απομόνωσης.
Όμως κατά το τέλος του 19ου αιώνα τα δεδομένα αλλάζουν. Ο
ρόλος του λιμανιού της Σπιναλόγκας αναβαθμίζεται καθώς αποκτά άδεια εξαγωγικού
εμπορίου.
Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα στη νησίδα συγκεντρώνεται μεγάλος
αριθμός κατοίκων, στην πλειονότητά τους έμποροι και ναυτικοί, που επωφελούμενοι
από την ασφάλεια του οχυρωμένου οικισμού εκμεταλλεύονται τους εμπορικούς
δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου.
Η ζωή αυτού του οικισμού διακόπηκε απότομα λόγω των
πολιτικών εξελίξεων που διαδραματίστηκαν στην Κρήτη κατά τα τελευταία έτη του
19ου αιώνα.
Η ανασφάλεια που επικράτησε ανάμεσα στους Οθωμανούς της
Κρήτης, λόγω της επαναστατικής δράσης των χριστιανών, ανάγκασε την πλειονότητα
των κατοίκων της Σπιναλόγκας σε μετανάστευση. Από το 1897, και για ένα
έτος περίπου, στη Σπιναλόγκα εγκαταστάθηκαν Γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Αργότερα, το 1903, η Κρητική Πολιτεία θέσπισε την απομόνωση των λεπρών και αποφάσισε τη δημιουργία Λεπροκομείου στη Σπιναλόγκα προκειμένου να υπάρχει η δυνατότητα μίας συντονισμένης βοήθειας στους πάσχοντες από τη νόσο του Χάνσεν.
Η δύσκολη ζωή των αρρώστων, που διέμειναν στο νησί έως το
1957, σηματοδότησε τον χώρο και το φόρτισε συναισθηματικά καθιστώντας το τόπο
μαρτυρίου και ιστορικής μνήμης.
Τα οχυρωματικά έργα
Η οχύρωση της νησίδας αποτελείται από δύο ζώνες. Η πρώτη
ακολουθεί το περίγραμμα των ακτών ενώ η δεύτερη είναι θεμελιωμένη πάνω στους
βράχους της κορυφογραμμής. Δύο εγκάρσια τμήματα τείχους, το ένα στα ΝΔ και το
άλλο στα ΒΑ της νησίδας, συνδέουν τις παραπάνω ζώνες.
Σε στρατηγικά σημεία
της οχύρωσης βρίσκονται η ημισέληνος Μichel και η ημισέληνος Moceniga ή
Barbariga που αποτελούν σπουδαία έργα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής.
Για την κατασκευή του φρουρίου χρησιμοποιήθηκε η ντόπια
σκληρή ασβεστολιθική πέτρα και ο μαλακός ψαμμίτης, που εξορύχτηκε από την
ανατολική πλευρά της νησίδας και από την παρακείμενη χερσόνησο "Νησί"
ή "Κολοκύθα".
Την περίοδο του κρητικού πολέμου (1645-1669) οι οχυρώσεις
ανακαινίστηκαν και συμπληρώθηκαν.
Το 1903, επί Κρητικής Πολιτείας, η ίδρυση Λεπροκομείου επέφερε δραματικές επεμβάσεις στα κτήρια του οικισμού και στις
οχυρώσεις του φρουρίου.
Ο προμαχώνας Donato μετατράπηκε σε νεκροταφείο του
Λεπροκομείου ενώ το 1939 για να ανοιχθεί ο περιμετρικός δρόμος, που υπάρχει
σήμερα στη νησίδα, καταστράφηκαν με δυναμίτιδα μεγάλα τμήματα του τείχους.
(Οι πληροφορίες προέρχονται από την ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού
Δείτε επίσης:
Ο ναός του Αγίου Παντελεήμονα στο νησί του πόνου τη Σπιναλόγκα
Ο βενετσιάνικος ναός του Αγίου Γεωργίου στη Σπιναλόγκα του μαρτυρίου