Η αρχαία πόλη Έλτυνα στην κοιλάδα των Πεζών-Δεν έχει αποκαλυφθεί αλλά μιλά μέσω των ευρημάτων της - Ιστορίες, Ρεπορτάζ, Σχολιασμός Κρήτης Blog | e-storieskritis.gr

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

Η αρχαία πόλη Έλτυνα στην κοιλάδα των Πεζών-Δεν έχει αποκαλυφθεί αλλά μιλά μέσω των ευρημάτων της

 



Η αρχαία κρητική πόλη Ελτυναία, Ελτυνία ή Έλτυνα εκτεινόταν στη μικρή, αλλά εύφορη κοιλάδα των Πεζών του σημερινού Δήμου Αρχανών Αστερουσίων.Στις μέρες μας, περιλαμβάνει τα χωριά Κουνάβους, Καταλαγάρι, Πεζά, Αγιές Παρασκιές, καθώς και τους οικισμούς Ζαγουριάνους και Κώμες.


Η Έλτυνα είχε πιθανότατα τη μορφή μικρών, αραιά διατεταγμένων γύρω από έναν κεντρικό πυρήνα, οικισμών.


Το όνομα της πόλης δεν παραδίδεται από τις αρχαίες πηγές. Οι τύποι του «Έλτυνα», «Ελτυνία» ή «Ελτυναία» τεκμαίρονται από τις σωζόμενες παραλλαγές του «εθνικού» των κατοίκων της, οι οποίες απαντούν σε επιγραφές που έχουν εντοπιστεί εντός και εκτός Κρήτης.


Η αρχαιότερη μνεία του τύπου «Ελτυνιούσι», συναντάται σε επιγραφή των αρχών του 5ου αι. π.Χ., η οποία βρέθηκε μεταξύ Κουνάβων και Ζαγουριάνων, ταυτίζοντας με ασφάλεια τη θέση της πόλης.


Οι «Ελτυναιείς» ή «Ελτυνιείς» ή «Ελτύνιοι», ήταν, ωστόσο, γνωστοί αρκετό καιρό πριν εντοπιστεί η πόλη τους. Εντελώς συγκυριακά πρωτοδιαβάστηκαν στην τελευταία πηγή που τους αναφέρει: τη συνθήκη ανάμεσα στο βασιλιά της Περγάμου Ευμένη ΙΙ και τους κατοίκους τριάντα κρητικών πόλεων, που υπογράφηκε το καλοκαίρι του 183 π.Χ.


Νωρίτερα, στα 259-250 π.Χ., οι «Ελ[ευ]τυνιείς» υπέγραψαν τη συνθήκη Κνωσού-Μιλήτου ενώ η πόλη τους συμπεριλήφθηκε σε «ψήφισμα» της Μαγνησίας του Μαιάνδρου, των αρχών του 2ου αι. π.Χ.


Άλλη επιγραφή, του 3ου αι. π.Χ., μας πληροφορεί ότι υπήρξε πρόξενος των Γορτυνίων «Ελτυνιεύς». Σε στήλη, τέλος, από την Αλεξάνδρεια, αναγράφεται το εθνικό «Ελτύνιος».


Η ετυμολογία του ονόματος Έλτυνα παραμένει άγνωστη. Οι τύποι «Ελτύνιοι» και «Ελτυναίοι» θεωρούνται προελληνικοί, ενώ ο Chadwick πρότεινε τη σύνδεση του ονόματος Ελτυνία με το τοπωνύμιο tu-ni-ja των πινακίδων Γραμμικής Β Γραφής της Κνωσού, δίχως, όμως, αυτή να μπορεί να θεωρηθεί βέβαιη.




Αρχαιολογικές θέσεις και ευρήματα της Έλτυνας


Οι γνώσεις μας για την Έλτυνα είναι πολύ αποσπασματικές, αφού η ευρύτερη επικράτειά της δεν έχει μέχρι σήμερα διερευνηθεί συστηματικά.


Σωστικές ανασκαφές, που πραγματοποιήθηκαν κυρίως στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, έφεραν στο φως σημαντικές αρχαιότητές της που, όμως, δεν επαρκούν για την ασφαλή καταγραφή και τεκμηρίωση της ιστορικής της εξέλιξης.


Είναι γεγονός ότι τα πρωιμότερα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή ανάγονται στη Μινωική εποχή, όπως μαρτυρούν δείγματα κεραμικής στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου και υστερομινωικά αγγεία, προφανώς κειμήλια, σε τάφους του γεωμετρικού νεκροταφείου της.


Αξιοσημείωτο, πάντως, είναι ότι ο προς το παρόν άγνωστος ανασκαφικά μινωικός οικισμός της Έλτυνας περιβαλλόταν από σημαντικές θέσεις της Εποχής του Χαλκού, όπως είναι η Κνωσός και οι Αρχάνες.


 Άγνωστος ανασκαφικά παραμένει και ο γεωμετρικός οικισμός, για τον οποίο, ωστόσο, γνωρίζουμε ότι ήταν πυκνοκατοικημένος και εύρωστος, χάρη στη σωστική ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε, σε τμήμα του νεκροταφείου του, στη θέση «Βαθ[ε]ιάδες», νοτιοανατολικά των Κουνάβων.


Τα ευρήματα, και ειδικότερα η κεραμική του, παρά τις τοπικές τους ιδιαιτερότητες, εγγράφονται στον ορίζοντα των κνωσιακών εργαστηρίων, παραπέμποντας, κατασκευαστικά και τεχνοτροπικά, σε σύγχρονά τους, από το Βόρειο Νεκροταφείο της Κνωσού και εκείνο της Φορτέτσας, αντίστοιχα.


Έτσι, διαγράφεται η ακτίνα δράσης των εργαστηρίων της Κνωσού και ενισχύεται η υπόθεση που θέλει την Έλτυνα μια ακμάζουσα και δυναμική επικράτεια της «κνωσίας χώρας» ήδη από την εποχή αυτή. Δεν αποκλείεται μάλιστα ο γεωμετρικός οικισμός να αναπτύχθηκε στη θέση του μινωικού, ενώ η «κατά κώμας» μορφή του οπωσδήποτε είχε άμεση σχέση με το φυσικό ανάγλυφο, σε μία εύφορη περιοχή της ενδοχώρας με εκτάσεις κατάλληλες για καλλιέργεια και κτηνοτροφία, επαρκείς υδάτινους πόρους και νευραλγικά οδικά περάσματα.


Το νεκροταφείο


Το ανασκαμμένο τμήμα του νεκροταφείου της Έλτυνας περιλαμβάνει δεκαέξι τάφους που καλύπτουν το χρονικό διάστημα από την Υπομινωική-Πρωτογεωμετρική έως τη Μέση-Ύστερη Γεωμετρική περίοδο.


Όλοι οι τάφοι είναι λαξευμένοι στον μαλακό φυσικό βράχο, με εισόδους ή και δρόμους προς τα δυτικά. Ορισμένοι βρίσκονταν πλάι σε λιθόστρωτη πρόσβαση που διέσχιζε εγκάρσια τμήμα του νεκροταφείου, συνδέοντάς το, τουλάχιστον στην πρώτη φάση της χρήσης του, με τον όμορο οικισμό.


Στους υπομινωικούς-πρωτογεωμετρικούς τάφους συνυπάρχουν ταφές και καύσεις, ενώ στον θολωτό, που χρησιμοποιείται κυρίως κατά τη Γεωμετρική περίοδο, επικρατούν οι καύσεις.


Οι νεκροί των ταφών είχαν τοποθετηθεί απευθείας στο δάπεδο των τάφων σε συνεσταλμένη στάση και ήταν κτερισμένοι με διάφορα προχυτικά αγγεία, πόρπες, οστέινες περόνες, ψήφους και χάλκινα δακτυλίδια.


Οι καύσεις έχουν πραγματοποιηθεί σε πίθους ή σε μεγάλους αμφορείς και συνοδεύονται από αγγεία, όπλα, ξυράφια, οβελούς, αιχμές δοράτων και δακτυλίδια από χρυσό ή άργυρο, κτερίσματα που οπωσδήποτε συνδέονται με την τάξη, την ιδιότητα ή και το φύλο των νεκρών.


Στο ταφικό σύνολο της Έλτυνας εντοπίστηκαν αρκετές ενδείξεις εξατομικευμένων νεκρολατρικών τελετουργιών.


Ιδιαίτερα σημαντικό, τέλος, για τη μελέτη των μεταθανάτιων αντιλήψεων και δοξασιών εύρημα είναι ένα πήλινο χωρίς, μέχρι στιγμής, παράλληλα λεκανόσχημο σκεύος που κοσμείται στο χείλος από έξι ειδώλια, δύο πουλιών και τέσσερα αιγοειδών, στον πυθμένα από κινητό ομοίωμα πτηνού σε κυλινδρική βάση και στο εσωτερικό τοίχωμα από ομοίωμα γυμνής θρηνωδού με τα χέρια στο κεφάλι. Αξίζει να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο σκεύος συνόδευε ανακομιδή κρανίου της Πρωτογεωμετρικής περιόδου (φωτο εξωφύλλου).


Η ακμή του γεωμετρικού οικισμού πιθανότατα συνεχίστηκε και στην Αρχαϊκή εποχή, οπότε η Έλτυνα μετεξελίχθηκε σε αυτοδύναμη πόλη με αυστηρή κοινωνικοπολιτική οργάνωση, αριστοκρατικό πολίτευμα και δική της νομοθεσία (Τμήμα της τελευταίας σώζεται σε εντεκάστιχη «βουστροφηδόν κεχαραγμένη» επιγραφή που αποκαλύφθηκε το 1918 από τον Στ. Ξανθουδίδη, ανάμεσα στα λιγοστά αρχιτεκτονικά λείψανα του «εθνικού» ιερού της πόλης, στη θέση «Ελληνικά», μεταξύ Κουνάβων και Ζαγουριάνων).


Σύμφωνα με τον Ξανθουδίδη, η επιγραφή είχε αναρτηθεί σε τοίχο του ναού, κατά την προσφιλή συνήθεια πολλών κρητικών πόλεων της εποχής, όπως η Δρήρος και η Γόρτυνα.


Η παραπάνω επιγραφή της Έλτυνας, που χρονολογείται στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., αφορά σε νομικές διατάξεις ενάντια στην κακομεταχείριση των νέων, με λεπτομέρειες που καλύπτουν όσο γίνεται περισσότερες περιπτώσεις.




Η στήλη των Κουνάβων


Στον ίδιο χρονικό ορίζοντα με τις παραπάνω επιγραφές ανήκει και η λεγόμενη «Στήλη των Κουνάβων» σπάνιο δείγμα της υστεροαρχαϊκής επιτύμβιας κρητικής τέχνης. Εντοπίστηκε τυχαία τον Νοέμβρη του 1967 στους «Βαθ[ε]ιάδες», σε όμορο του γεωμετρικού νεκροταφείου αγρό


Η αρχικά χρωματισμένη, στενόμακρη, μονοπρόσωπη στήλη είναι κατασκευασμένη από ντόπιο μαργαϊκό ασβεστόλιθο.


Φέρει ανάγλυφη παράσταση νεαρής γυναίκας σε κατατομή προς τα αριστερά και σε μέγεθος μικρότερο του φυσικού. Η κόρη φορεί τρία ενδύματα που δεν δηλώνονται με σαφήνεια: χιτώνα, που εξαιτίας της φθοράς δεν είναι εμφανές εάν είναι ζωσμένος ή όχι, και δύο ιμάτια, λοξό πορπούμενο στον αριστερό ώμο και μεγαλύτερο ριγμένο και στους δύο ώμους.


Την πλούσια κόμη της νεκρής κοσμεί πλατύ στεφάνι, που αφήνει ελεύθερους, ώς τη μέση, τρεις πλατιούς κυματιστούς πλοκάμους, ενώ δύο άλλοι σκεπάζουν τους ώμους και τη ράχη. Τρεις παρόμοιοι λεπτότεροι πλόκαμοι στέφουν το μέτωπο, ενώ ένας βόστρυχος πλαισιώνει την παρειά.


Το πρόσωπο χαρακτηρίζεται από το στερεότυπο, για την τέχνη της εποχής, «αρχαϊκό μειδίαμα». Στα χέρια φέρει βραχιόλια που δηλώνονται με δύο λεπτούς ανάγλυφους κρίκους στον καρπό.


Ο νεκρικός χαρακτήρας της μορφής αποτυπώνεται στα αντικείμενα που κρατά: στο μίσχο λουλουδιού, στα ακροδάχτυλα του ανασηκωμένου δεξιού χεριού, σύμβολο της πρόωρα χαμένης ζωής και στο νεκρικού χαρακτήρα στεφάνι από σφαιρίδια, στο ελαφρά λυγισμένο προς τα κάτω αριστερό.


Τα πρότυπα της στήλης είναι αττικά και διείσδυσαν στην Κρήτη μέσω των κυκλαδικών εργαστηρίων.


Στήλες όπως των Κουνάβων συνδέονται με την εμφάνιση των ατομικών ταφών στην Κρήτη, οι οποίες καθιερώθηκαν στον 5ο και 4ο αι. π.Χ., στο πλαίσιο κοινωνικοπολιτικών αλλαγών που επέτρεψαν στους πολίτες να συνειδητοποιήσουν την ατομική τους ταυτότητα.


Γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., η ισχυρή Κνωσός προσάρτησε με πόλεμο τις Αρχάνες και, πιθανότατα, την Έλτυνα. Έτσι, ίσως, εξηγείται γιατί η τελευταία δεν έκοψε δικό της νόμισμα, πρακτική που εισήχθη στο νησί στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. και εφαρμόστηκε μόνο στις ανεξάρτητες πόλεις του.


Η ελληνιστική Έλτυνα δεν ήταν παρά «δορυφόρος» της Κνωσού, συνυπογράφοντας τις συνθήκες της «κατά τα αυτά». Και έτσι πρέπει να παρέμεινε ως τη Ρωμαϊκή εποχή που, μέχρι στιγμής, αντιπροσωπεύεται από μη ορατά πλέον αρχιτεκτονικά λείψανα οικίας, που εντοπίστηκαν το 1937 σε αγρό μεταξύ Κουνάβων και Ζαγουριάνων  καθώς και από συστάδες τάφων. Κατάλοιπα της Ρωμαϊκής εποχής έχουν επίσης εντοπιστεί στον οικισμό Κώμες, που, σύμφωνα με μαρτυρίες ντόπιων, έχουν κτιστεί από το δομικό υλικό της Έλτυνας.

 

(Οι πληροφορίες προέρχονται από εργασία της Αρχαιολόγου Χριστίνας Παπαδάκη, με τίτλο "Από την ιστορία της αρχαίας κρητικής πόλης Έλτυνας-Γενικά τοπογραφικά και ιστορικά στοιχεία" )

Σελίδες