Υπήρξε Μετόχι της Νεάπολης και κάποτε αριθμούσε πάνω από 100
κατοίκους.
Σήμερα είναι έρημο, αν και συχνά πυκνά άνθρωποι που
γεννήθηκαν εκεί ή διατηρούν περιουσιακά στοιχεία το επισκέπτονται και διαμένουν
για λίγες ημέρες αποζητώντας την απόλυτη γαλήνη που προσφέρει.
Ο λόγος για την Αμυγδαλιά, το όμορφο Μετόχι που κτίστηκε σε
υψόμετρο περίπου 250 μέτρων, αρκετά κοντά στη θάλασσα, και έφθασε το 1951 να
έχει 126 κατοίκους με τη φθορά να ακολουθεί στις επόμενες απογραφές, μέχρι που
χάθηκε εντελώς ο μόνιμος πληθυσμός του.
Και πώς να μην χαθεί με τόσες δυσκολίες που συναντούσαν εκεί
οι κάτοικοι στην καθημερινότητα τους.
Μιλώντας με άνθρωπο που έζησε στην Αμυγδαλιά μέχρι την ηλικία των 20 ετών πραγματικά θαυμάσαμε τις αντοχές και την προσπάθεια που κατέβαλαν για την επιβίωση τους.
Όπως μας είπε, στην εποχή της ακμής του το χωριό είχε τρία καφενεία αλλά και σχολείο. Όμως στη συνέχεια το σχολείο έκλεισε και τα παιδιά αναγκάζονταν να περπατούν μέχρι το Νοφαλιά για να μάθουν γράμματα.
Νερό πηγαίο δεν είχαν και έπρεπε να χρησιμοποιούν με το σταγονόμετρο το νερό που μάζευαν σε στέρνες. Ο ίδιος θυμάται πως πρώτη φορά έκανε μπάνιο όταν πήγε σχολείο και μάλιστα όχι σε όλο το σώμα. Η μητέρα του του έπλυνε τα πόδια και του έλουσε του κεφάλι κι αυτό ήταν όλο κι όλο.
«Στο χωριό έκανε ζέστη το καλοκαίρι, πηγαίναμε στα αλώνια και ο ιδρώτας σχημάτιζε ποτάμια που μετά άφηναν σημάδια πάνω στο σώμα μας αφού δεν μπορούσαμε να πλυθούμε», περιγράφει κουνώντας το κεφάλι του, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να διώξει μακριά αυτές τις θύμισες.
Η αμυγδαλιά υδροδοτήθηκε κανονικά πριν από περίπου δυο δεκαετίες ενώ ρεύμα απόκτησε στα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Δρόμους δεν διέθετε και το μόνο μεταφορικό μέσο ήταν τα γαϊδουράκια.
Όλοι οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Έσπερναν στάρι, κριθάρι, ταγή, μαναρόλια, καλλιεργούσαν αμπέλια και ελιές. Αχλαδιές και πολλές αμυγδαλιές ευδοκιμούσαν στα χώματα της, εξάλλου την ονομασία του το Μετόχι την πήρε από τις πολυπληθείς αμυγδαλιές του.
Σχεδόν όλα τα νοικοκυριά είχαν ζευγάρι (ζώα) για τις αγροτικές δουλειές τους κι όσοι δεν είχαν πραγματικά πεινούσαν.
Για να εξασφαλίσουν το κρέας τους, φρόντιζαν να εκτρέφουν πρόβατα, κότες κι άλλα οικόσιτα ζώα.
Ωστόσο επειδή δεν είχαν άφθονο νερό δεν μπορούσαν να καλλιεργήσουν κήπους.
Έτσι έπαιρναν τα γαϊδουράκια τους τα φόρτωναν με κοπριά και πήγαιναν ως τη Μίλατο όπου την αντάλλασσαν με κηπευτικά, από βλίτα μέχρι μελιτζάνες και άλλα είδη που δεν μπορούσαν εκείνοι να καλλιεργήσουν.
Παρά τις δυσκολίες της ζωής η Αμυγδαλιά ευτύχισε να δει πολλά από τα παιδιά της να αποκτούν πανεπιστημιακή μόρφωση και να ξεχωρίζουν στο στίβο της ζωής.
Σήμερα οι περισσότεροι προσπαθούν να φτιάξουν τα σπίτια τους για να μπορούν έστω για λίγο να επιστρέφουν στα πατρογονικά τους.
Μια βόλτα στον οικισμό αρκεί για να θαυμάσει κανείς τα στιβαρά παλιά κτίσματα με τις καμάρες και την ισχυρή τοιχοποιία. Όσα παραμένουν ερειπωμένα δεν είναι προς πώληση, μοιάζει λες και οι δυσκολίες της ζωής σε αυτά έδεσαν τους ανθρώπους της Αμυγδαλιάς με τις πέτρες, αν και στην πραγματικότητα πιστεύουμε πως δεν τα πωλούν από σεβασμό σε εκείνους που τα έκτισαν με δυσκολίες κι έζησαν σε αυτά με ακόμα περισσότερες.
Προστάτες του χωριού είναι ο Άγιος Κωνσταντίνος και Ελένη, μάλιστα στο κέντρο του οικισμού συναντάμε δυο εκκλησίες, την παλιά και μια νεότερη, αφιερωμένες στη χάρη τους |