Δεν συνοδεύονταν από μεταμφιέσεις, όπως είχαμε το διάστημα
της Αποκριάς που είχε προηγηθεί, αλλά από αναπαραστάσεις γεγονότων με το
πρόσωπο πάντα ακάλυπτο και αναγνωρίσιμο.
Τα δρώμενα της Καθαράς Δευτέρας είναι πολλά καθώς κάθε περιοχή είχε και τα δικά της, όπως έχει
επισημάνει σε ειδική παρουσίαση για τις Απόκριες και την Καθαρά Δευτέρα, ο
λαογράφος Γιώργος Σταματάκης .
Κάποια από τα πλέον χαρακτηριστικά , έχοντας μάλιστα και μια
αλληλουχία μεταξύ τους στην παρουσίαση τους, ήταν η Γέννα, ο Γάμος και Κηδεία, τα οποία κατά καιρούς αναβιώνουν σε κάποια χωριά της Κρήτης, όπως η Γέργερη.
Τα τρία αυτά δρώμενα αναπαριστούσαν τους τρείς σταθμούς της
ζωής του ανθρώπου, λοιδορούμενους και
διακωμωδούμενους. Πολλές φορές γινόταν σαν ένα δρώμενο το οποίο ξεκινούσε από
το τέλος, την κηδεία. Πως μπορεί όμως
μια νεκρική πομπή να είναι αστεία και μια θανή να προκαλεί γέλιο;
Και όμως,από όλα τα
δρώμενα το πιο αστείο ήταν η κηδεία. Ένας άντρας στο παλιό πραγματικό καθελέτο στολισμένος με
βρωμόχορτα και αγκάθες και ανάμεσα στα σκέλια του ένα τεράστιο φούσκωμα που ξεβατζέρνει, έξω από τα ρούχα
και τα χόρτα, δεμένο με το χέρι του υποτιθέμενου νεκρού, ο οποίος κατά
διαστήματα το κουνά, χωρίς να φαίνεται η πράξη του.
Μια ομάδα κρατά το καθελέτο και ένας άνδρας σε πλήρη μέθη παριστάνει τον παπά, που παραποιεί τα λόγια της νεκρώσιμης ακολουθίας αλλάζοντας
τα πολύ συχνά... Αναφέρει συχνά την λέξη ψυχή, μπερδεύοντας την όμως με μια
άλλη «πονηρή λέξη» που επίσης ξεκινά από ψ και τελειώνει σε η.
Ακολουθεί τη νεκρική πομπή όλο το χωριό που παριστάνει το συγγενολόι. Ένας
σωματώδης άντρας παριστάνει την χήρα, υποβασταζόμενη, λέγοντας
πρόστυχα μοιρολόγια, αναφερόμενα σε συγκεκριμένο μέλος του σώματος του πεθαμένου άντρα της, για το οποίο κυρίως λυπάται, και του οποίου τις χάρες αναφέρει λεπτομερώς.
Ουρλιάζει η χήρα τραβά να
ξεπατώσει τα μαλλιά της αλλά ταυτόχρονα ορμά και στους άντρες που ακολουθούν
σηκώνοντας το φουστάνι της για να φανεί η γάμπα πάνω από το στιβάνι.
Οι άντρες της λένε
διάφορα πονηρά υπονοούμενα, αυτοσχεδιάζοντας εκείνη την ώρα, και αυτή κλείνει
αμέτρητα ραντεβού αμέσως μετά την
κηδεία. Η πομπή γυρίζει όλους τους δρόμους του χωριού και καταλήγει στην
πλατεία όπου ο νεκρός ανασταίνεται με νερό (κι εδώ υπάρχει ο συμβολισμός) και
αρχίζει να κυνηγά την χήρα την οποία τελικά πιάνει και την πλακώνει στην μέση της πλατείας και ενώπιων όλων. Ύστερα όλοι μαζί συνεχίζουν το γλέντι.
Ο Γάμος γίνεται και αυτός με πομπή αλλά και με πραγματικούς λυράρηδες που προηγούνται. Ένας υπερμεγέθης και πολύ αρρενωπός άντρας παριστάνει την νύφη και ένας
άλλος πολύ αδύνατος και αχαμνός παριστάνει το γαμπρό.
Ακολουθούν τα
προυκιά, που είναι μποξάδες από τα ελαιοτριβεία ολολάδωτοι, ως δείγμα της
νοικοκυροσύνης της νύφης. Γίνεται η ανεγυρίδα του χωριού και η πομπή φτάνει μέχρι την πόρτα της εκκλησίας.
Ο γαμπρός έχει κρεμάσει ένα ραπάνι στο παντελόνι του και η τεράστια νύφη είναι καβάλα ανάποδα πάνω σε έναν γάιδαρο. Γίνεται ο εικονικός γάμος με ένα παπά μεθυσμένο, που αφήνει πονηρά υπονοούμενα και στο τέλος της τελετής ο αχαμνός γαμπρός αρχίζει να κυνηγά την τεράστια νύφη, με το ραπάνι να χτυπά ανάμεσα στα πόδια του.
Η νύφη έντρομη, που θα χάσει ότι πολυτιμότερο της έδωσε η
φύση, τρέχει και άλλες φορές πέφτει αυτή και την πλακώνει ο γαμπρός ενώ άλλες
πέφτει ο γαμπρός και τον πλακώνει η νύφη. Στο τέλος συνευρίσκονται ενώπιον όλων
με την νύφη να μην χορταίνει και τον γαμπρό να μην μπορεί να ανταπεξέλθει άλλο.
Η κηδεία και ο γάμος
τελειώνουν με την συνεύρεση του ζεύγους χήρας-αναστημένου νεκρού ή γαμπρού-νύφης. Η γυναίκα μένει αμέσως έγκυος και ακολουθεί η διαδικασία της Γέννας όπου
και πάλι κάποιος άντρα παριστάνει την μαμή.
Βάζει την νύφη στα σκαμνιά και μπαίνει ολόκληρος κάτω από το φουστάνι της. Ο άντρας που
παριστάνει την νύφη έχει επώδυνο τοκετό και φωνάζει λέγοντας ακριβώς πιο μέλος
τον πονεί.
Μετά από λίγο γεννά και η μαμή βγαίνει κάτω από τα φουστάνια
κρατώντας το νεογέννητο που είναι συνήθως κάτι ευτράπελο όπως για παράδειγμα ένα κουτσούρι, μια αρβύλα, μια κολοκύθα ή το συνηθέστερο ένας
ζωντανός κάτης που τον έχουν βάλει σε ένα τσουβάλι με στάχτη (δεν αγαπούσαν
ιδιαίτερα τους γάτους οι πρόγονοι μας).
Η στάχτη μπαίνει στα μάτια του κάτη, ο οποίος ξαγριεμένος από
την φασαρία και το κλείσιμο του στο τσουβάλι και χωρίς να βλέπει εξαιτίας της
στάχτης, χύνεται στον κόσμο ουρλιάζοντας
και τσαφουνώντας.
Τα δρώμενα αυτά διέφεραν από χωριό σε χωριό και από έτος σε
έτος καθώς καθένας πρόσθετε ότι του επέτρεπε η φαντασία και η ευφυΐα του. Ο
σκελετός τους όμως ήταν όπως περίπου περιγράφηκε, από το Γιώργο Σταματάκη.
Από τα δρώμενα αυτά των τριών σταθμών της ζωής του ανθρώπου
αυτό που προκάλεσε περισσότερο ενδιαφέρον στους μελετητές, ως μιμόδραμα, ήταν η
εικονική κηδεία που γινόταν κατά το παρελθόν στα Λευκόγεια Ρεθύμνου.
Ήταν μια πραγματική υπερπαραγωγή που αναπαριστούσε ακόμη και
τον Άδη με μεταμφιεσμένους αγγέλους και καταχανάδες να διεκδικούν την ψυχή του
μεταστάντος.
Ολοκληρωμένα επίσης
δρώμενα εικονικής κηδείας και ανάστασης έχουν καταγραφεί στον Μέρωνα, το Γιαννιού, τη Γέργερη, το Αβδού, το
Πετροκεφάλι, το Σταυροχώρι…Και οι τρείς σταθμοί έχουν αρχαία καταγωγή και
ταυτίζονται με τελετές κυρίως προς τιμήν του Διονύσου.