Ο μητροπολιτικός ναός στην κεντρική πλατεία της Νεάπολης Λασιθίου, η επονομαζόμενη Μεγάλη
Παναγία, είναι ίσως ο πιο μεγαλοπρεπής και εντυπωσιακός ναός που συναντάμε στην
ανατολική Κρήτη.
Είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου και κτίστηκε στη
θέση παλιού μοναστηριού. Την ονόμασαν Μεγάλη Παναγία εξαιτίας αντιγράφου
εικόνας της Μεγάλης Παναγίας που βρίσκεται στην Ιερουσαλήμ.
Το σημερινό κτίσμα ανεγέρθηκε στο γύρισμα του 19ου προς τον
20ο αιώνα μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω των οικονομικών δυσχερειών της
εποχής.
Είχε θεμελιωθεί το έτος 1889 από τον επίσκοπο Μελέτιο
Χλαπουτάκη, οικοδομήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος από τον διάδοχό του επίσκοπο
Τίτο Ζωγραφίδη και ολοκληρώθηκε από τον επίσκοπο Διονύσιο Μαραγκουδάκη, ο
οποίος και τον εγκαινίασε στις 27 Σεπτεμβρίου 1927.
Η αρχιτεκτονική του
Ο ναός ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με
τρούλλο, με γυναικωνίτη και δύο πυργοειδή κωδωνοστάσια στη δυτική του πλευρά,
τα οποία πλαισιώνουν ένα προστώο με τρίβηλο άνοιγμα.
Το κατώτερο τμήμα του είναι ιδιαίτερα φροντισμένο, αφού στο
μεγαλύτερο μέρος του είναι κατασκευασμένο από λαξευτή λιθοδομή από γκρίζο
ντόπιο μάρμαρο, όπως και το σύνολο των ανοιγμάτων του, καθώς και οι ογκώδεις
πεσσοί στο εσωτερικό του.
Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του αλλά και οι αγιογραφίες στο
εσωτερικό ανήκουν στην περίοδο 1962-1965, όταν ο ναός, λόγω φθορών, ανακαινίσθηκε
σε ευρεία κλίμακα.
Το παρελθόν της Μεγάλης
Παναγίας
Στο σημείο όπου σήμερα βλέπουμε τη Μεγάλη Παναγία της Νεάπολης λειτουργούσε Μοναστήρι της Παναγίας που ονομαζόταν από κτίσεως του Μεγάλη Παναγία.Η ύπαρξή της Μονής συνδέεται με την ίδρυση του Καινούργιου Χωριού των Καρών, δηλαδή με την ίδια την Νεάπολη.
Η Μονή της Μεγάλης Παναγίας προϋπήρξε της τουρκικής
κατοχής του 1645, όπως προκύπτει από ιστορικά
στοιχεία και έγγραφα. Μάλιστα ήταν
σταυροπηγιακή, δηλαδή υπαγόταν απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο πριν
περάσει το 1713 στην Επισκοπή Πέτρας.
Το 1633 ο Conte Nicola Gualdo στην έκθεσή του προς τον γενικό Προβλεπτή Κρήτης, Lorenzo Contarini, περιγράφει το δίκτυο των σκοπιών της βενετικής διοίκησης για
την αποτροπή του τουρκικού κινδύνου. Μεταξύ αυτών, στην επικράτεια της
καστελανίας Μεραμπέλλου, αναφέρει τη σκοπιά 86 που βρισκόταν στην Παναγία των
Καρών, ναό του Καινούργιου Χωριού.
Από τη θέση του ναού η βίγλα μπορούσε να επικοινωνήσει με
σήματα συναγερμού, με την προηγούμενη βίγλα που βρισκόταν στην Κεφάλα του
Χουμεριάκου και την επόμενη βίγλα Μοργέλλα, στην κορυφή του υψώματος πάνω από
τον Άγιο Γεώργιο το Βραχασώτη.
Και είναι πασιφανές πως η θέση της Μεγάλης Παναγίας είναι
περίοπτη, και στρατηγική καθώς βρίσκεται
στο φρύδι του αυχένα που ενώνει τα όρη Καβαλαράς και Τιμίου
Σταυρού, στο κέντρο της κοιλάδας των
Καρών ή Σκάφης του Μεραμπέλλου όπως ονομάζεται σήμερα.
Η μεγάλη Παναγία –
Φερμαλίνα
Στις αρχές του 19ου αιώνα, το παλαιό μοναστηριακό συγκρότημα
της Μεγάλης Παναγίας,
συμπεριλαμβανομένου και του ναού του αφιερωμένου στην Θεοτόκο, ερείπωσε.
Τότε οι κάτοικοι αποφάσισαν να ζητήσουν από την Πύλη άδεια
για την ανοικοδόμηση του μοναστηριού, και εξέλεξαν επιτροπές τις οποίες
απέστειλαν στην Κων/πολη για τον σκοπό αυτό.
Οι δύο πρώτες επιτροπές απέτυχαν στην αποστολή τους. Η τρίτη
τριμελής επιτροπή, αποτελούμενη από τους π. Μιχαήλ Σέργιο, π. Γεώργιο Τσαμπαρλή
και τον Γιαννιά Χατζαρά, γνώστη της τουρκικής, ταξίδεψε στην Κων/πολη το
1818-19. Με σοβαρό κίνδυνο της ζωής τους οι τρεις απεσταλμένοι κατόρθωσαν να
επιτύχουν τη, με περιοριστικούς όρους έκδοση του Σουλτανικού διατάγματος
(φιρμάν), που επέτρεπε την ανακατασκευή του Καθολικού της Μονής, το οποίο
αφιερώθηκε στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Ο ναός αυτός οικοδομήθηκε το 1819 σε 40 ημέρες, όπως όριζε
το σουλτανικό διάταγμα, με τη συμβολή
όλων των κατοίκων της περιοχής, στο χώρο στον οποίο υπήρχε ερειπωμένος ο πρώτος
μοναστηριακός ναός. Τα εγκαίνια τελέστηκαν από τον εθνομάρτυρα Επίσκοπο Πέτρας
Ιωακείμ Κλώντζα.
Αυτός ήταν ο δεύτερος κατά σειρά ναός αφιερωμένος στη Μεγάλη
Παναγία και δεν είναι άλλος από τη γνωστή Μεγάλη Παναγία – Φερμαλίνα, μία
τρίκλιτη Βασιλική, την οποία οι κάτοικοι
προίκισαν με μεγάλη κτηματική περιουσία.
Να σημειώσουμε πως ο
περιβάλλων χώρος της Μεγάλης Παναγίας ήταν ο κυρίως ταφικός χώρος του
Καινούργιου χωριού πριν και μετά την οικοδόμηση της Φερμαλίνας.
Από σωζόμενο πρακτικό του έτους 1883 της Δημογεροντίας Νεαπόλεως,
πληροφορούμαστε πως η Μεγάλη Παναγία – Φερμαλίνα θεωρήθηκε ετοιμόρροπη και οι
κάτοικοι της Νεάπολης, με πρωτοβουλία
και υπό την προεδρία του Επισκόπου Πέτρας Μελετίου Χλαπουτάκη αποφάσισαν την
ανοικοδόμηση νέου ναού.
Λόγω της ασθένειας του Επισκόπου Μελετίου, η οποία τον καθήλωσε στο κρεβάτι για
διάστημα μεγαλύτερο του έτους, έως την
εκδημία του τον Αύγουστο του 1889, Πρόεδρος της επιτροπής για την ανοικοδόμηση
του ναού ανέλαβε τον Φεβρουάριο του 1888 ο τότε Οθωμανός Διοικητής Λασιθίου
Κων/νος Αξελός.
Η θεμελίωση του νέου
ναού έγινε το 1889 από τον πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Σέργιο, στο διάστημα
μέχρι την ενθρόνιση του Επισκόπου Πέτρας Τίτου Ζωγραφίδη, τον Δεκέμβριο του
1889. Πρόκειται για τον σημερινό Μητροπολιτικό Ναό, τρίτο κατά σειρά που είναι
αφιερωμένος στη Θεοτόκο και υψώνεται ως τις
μέρες μας στον ίδιο χώρο.
(Πληροφορίες από «Χριστιανικά Μνημεία της Κρήτης», Συνοδική
Επιτροπή επί του Θρησκευτικού Τουρισμού της Εκκλησίας Κρήτης-ΜΚΟ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ και
Μαρία Σεργάκη «Η Μεγάλη Παναγία μέσα στο Χρόνο»)