Πάνω στο λόφο της Γαλατιανής Κεφάλας στο Γαλατά Πεδιάδος, με
την ωραία και ανεμπόδιστη θέα και σε απόσταση περίπου 30 χιλιομέτρων από το
Ηράκλειο, βρίσκεται το ανάκτορο του Γαλατά.
Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό, αλλά δυστυχώς κλειστό για το
κοινό, ανακτορικό συγκρότημα που απλώνεται σε έκταση τεσσάρων στρεμμάτων και
περιλαμβάνει μια κεντρική αυλή, που το μέγεθος της πλησιάζει τα 600 τμ, και
τέσσερις πτέρυγες.
Η ανασκαφή του, από τον αρχαιολόγο Γιώργο Ρεθυμιωτάκη, ξεκίνησε
το 1992 και διήρκεσε σχεδόν 25 χρόνια.
Τα πρώτα τμήματα του ανακτορικού συγκροτήματος υπολογίζεται
ότι κτίστηκαν κατά τη Μεσομινωική περίοδο (1700-1650 π.Χ.) ενώ το ολοκληρωμένο
ανακτορικό συγκρότημα κατασκευάστηκε λίγο αργότερα, την εποχή της ακμής των
νέων ανακτόρων (1650-1600 π.Χ.).
Σύμφωνα με τον Γιώργο Ρεθυμιωτάκη στο συγκεκριμένο ανάκτορο
υπήρξαν κτίσματα που είχαν δεύτερο ίσως και τρίτο όροφο.
Είχαν αναπτύξει μια ιδιαίτερη κατασκευαστική τεχνική σε αυτό
με ξυλοδεσιές που ήταν επιμελημένα βιδωμένες μεταξύ τους για να στηρίζονται τα
κτίρια.
Ιδιαίτερα σημαντική η
κεντρική επίσημη αίθουσα των πεσσών, που βρίσκεται στην ανατολική πτέρυγα, στο
κέντρο της οποίας εντοπίστηκε μεγάλη ορθογώνια κτιστή εστία που περιβάλλεται
από τέσσερις πεσσούς. Πρόκειται για ξεχωριστό εύρημα που παραπέμπει σε
Μυκηναίους κι όχι σε Μινωίτες. Η χρήση της δεν ήταν όπως εκείνη των κοινών
εστιών αλλά αποτελούσε σημείο συγκέντρωσης.
Στη βόρεια πτέρυγα του ανακτόρου βρίσκονταν τα βασιλικά
διαμερίσματα.
Γενικότερα πάντως η αρχιτεκτονική του ανακτόρου αλλά και η κεραμική
του μαρτυρά τη σχέση του με την Κνωσό. Στο ανάκτορο του Γαλατά υπήρχαν λαξευτοί
δρόμοι πολύ μεγάλων διαστάσεων κι είχε γίνει χρήση δόμων με βάρος 1,5-2 τόνων ο
καθένας που είναι απορίας άξιο πως μεταφέρθηκαν εκεί.
Ο μεγάλος αριθμός των σκευών και των λίθινων εργαλείων ο
οποίος βρέθηκε στους χώρους του ανακτόρου του Γαλατά τεκμηριώνει την ανάπτυξη
εξειδικευμένης τροφοπαρασκευαστικής δραστηριότητας, σε βιοτεχνικό επίπεδο.
Το ανάκτορο του Γαλατά εκτιμάται πως ήταν έδρα κάποιου
αρχηγού ή τοπάρχη η εξουσία του οποίου εξαρτιόταν από το Μίνωα και το ανάκτορο της
Κνωσού. Το ανάκτορο μαζί με τον οικισμό του πρέπει να κάλυπτε έκταση 100
στρεμμάτων ενώ ο πληθυσμός του υπολογίζεται μεταξύ 5.000-10.000.
Ο κ. Ρεθυμιωτάκης έχει κάνει γνωστό πως στο χώρο της ανασκαφής
βρέθηκαν δυο σημεία που μαρτυρούσαν λατρευτική χρήση με βαίτυλο και σημεία όπου
έριχναν τα υγρά των θυσιών. Μέσα στο ανάκτορο τελούσαν συμπόσια όπως μαρτυρούν συμποσιακά
σκεύη που βρέθηκαν.
Ο βαίτυλος με ύψος 1,80 μ. διαθέτει λάξευση και φέρεται να
ήταν ο πυρήνας εξτατικής λατρείας χωρίς να αποκλείεται να υπήρχε και ιερό
δέντρο με ανάλογη λατρευτική χρήση.
Για λόγους τους οποίους δεν γνωρίζουμε το ανάκτορο του Γαλατά εγκαταλείφθηκε στην περίοδο της ακμής του νεοανακτορικού πολιτισμού.
Οι αρχαιολόγοι εικάζουν ότι αυτή η εγκατάλειψη, η οποία
αποτέλεσε ένα καθαρά τοπικό γεγονός, θα μπορούσε να συσχετιστεί με τον πλούτο
της περιοχής, ο οποίος αναδεικνύεται μέσα από ευρήματα του κοντινού σπηλαίου
του Αρκαλοχωρίου.
Εξάλλου όπως είχε επισημάνει ο ανασκαφέας του Γαλατά οι
Μινωίτες στηρίζονταν πολύ στην ισχύ των όπλων και δεν ήταν τυχαία η επεκτατική
πολιτική που ακολουθούσαν, την οποία βάσιζαν στην υπεροπλία τους.
Γι αυτό και στο σπήλαιο του Αρκαλοχωρίου κι όχι μόνο βρέθηκαν
χιλιάδες όπλα, που προφανώς αφιέρωναν σε περιφερειακά ιερά και ιερά κορυφής και
μετά συγκέντρωναν όλο αυτό το θησαυρό και τον φύλαγαν σε συγκεκριμένα σημεία.